To Κύπελλο του Λυκούργου είναι ένα περίτεχνο, εξαιρετικής τεχνικής, γυάλινο αντικείμενο του 4ου αι. μ.Χ. Είναι το μοναδικό καταγεγραμμένο δείγμα ενός πολύ ειδικού τύπου γυαλιού, γνωστό ως διχροϊκό, που αλλάζει χρώματα όταν είναι κοντά σε φως. Η μοναδικότητα του κυπέλλου τράβηξε την προσοχή των ειδικών, καθώς δείχνει να κατασκευάστηκε από τεχνίτες που γνώριζαν τη χρήση νανοσύνθετων υλικών.
Το αντικείμενο βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο και απεικονίζει τον βασιλιά να είναι αιχμάλωτος της νύμφης Αμβροσίας, η οποία έχει μεταμφιεστεί σε κλήμα. Η αδιαφανής πράσινη επιφάνειά του μετατρέπεται σε ένα λαμπερό ημιδιαφανές κόκκινο όταν το διαπερνά το φως, ενώ το γυαλί του περιέχει μικροσκοπικές ποσότητες κολλοειδούς χρυσού και ασημιού, που δίνει αυτές τις ασυνήθιστες οπτικές ιδιότητες.

Μια προβολή που δείχνει μέρη και στα δύο χρώματα και την παραλλαγή στο κόκκινο. Πηγή φωτογραφίας: Wikipedia
Είχαν οι αρχαίοι γνώσεις νανοτεχνολογίας;
Σύμφωνα με άρθρο του “Guardian” ο χειρισμός υλικού σε ατομική ή μοριακή κλίμακα για τη δημιουργία νέων λειτουργιών και ιδιοτήτων είναι σύγχρονη μέθοδος. Ωστόσο έχει διαπιστωθεί ότι τεχνίτες του παρελθόντος είχαν καταφέρει να ελέγχουν την ύλη σε μικροσκοπικές κλίμακες.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι οι τεχνίτες αυτών των υλικών ήταν νανοτεχνολόγοι;
Στο άρθρο αναφέρεται η γνώμη του Ίαν Φριστόουν από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου UCL, που μελέτησε το Κύπελλο του Λυκούργου: “Ήταν άτομα υψηλής εξειδίκευσης, αλλά σίγουρα δεν ήταν νανοτεχνολόγοι. Δεν γνώριζαν ότι δούλευαν σε νανοκλίμακα”. Οι ειδικοί θεωρούν ότι ανέπτυξαν υλικά με τη δοκιμή, χωρίς να γνωρίζουν τις διαδικασίες που συμβαίνουν μέσα στα στερεά.

Σ’ αυτή τη φωτογραφία με φλας, το δίχρωμο γυαλί του κυπέλλου είναι πράσινου χρώματος. Πηγή φωτογραφίας: Wikipedia
Στη σύγχρονη έρευνα χρησιμοποιήθηκε υψηλή μικροσκοπική ανάλυση για την ανακάλυψη της νανοδομής του κυπέλλου, αλλά τα συμπεράσματα δεν αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκε. Ένα μειονέκτημα όμως της χρήσης αυτής της ανάλυσης είναι ότι μέρος του πολύτιμου αντικειμένου πρέπει να καταστραφεί. “Σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή η απόσπαση δείγματος από το Κύπελλο του Λυκούργου. Είναι τόσο μοναδικό, τόσο πολύτιμο εύρημα. Ευτυχώς για εμάς, μερικά κομμάτια γυαλιού που βρέθηκαν στη μεταλλική βάση του πριν από δεκαετίες έχουν διασωθεί”, όπως έχει δηλώσει ο Φρίστοουν.
Το “μαγικό” κύπελλο, αποτέλεσε έμπνευση για τους επιστήμονες για τη δημιουργία ενός νανοπλασματικού βιοαισθητήρα. Αμερικάνοι ερευνητές κατασκεύασαν δισεκατομμύρια μικροσκοπικά κύπελλα, προκειμένου να πειραματιστούν για να βρουν μία εναλλακτική λύση στις συμβατικές βιοτεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στην ιατρική για τη μελέτη του DNA, των πρωτεϊνών, και άλλων χημικών ουσιών.
Η ιστορία του
Το κύπελλο κατασκευάστηκε ίσως στην Αλεξάνδρεια ή στη Ρώμη περίπου το 290–325 μ.Χ. και έχει διαστάσεις 16,5 cm × 13,2 cm. Από την άριστη κατάστασή του πιθανολογείται ότι διατηρήθηκε σε σχετικά ασφαλές περιβάλλον, όπως ένα εκκλησιαστικό θησαυροφυλάκιο ή έχει ανακτηθεί από μια σαρκοφάγο, όπως πολλά άλλα πολυτελή ρωμαϊκά αντικείμενα. Το επίχρυσο-μπρούτζινο χείλος και το πόδι προστέθηκαν περίπου το 1800, υποδηλώνοντας ότι ήταν ένα από τα πολλά αντικείμενα που ελήφθησαν από εκκλησιαστικούς θησαυρούς κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης.

Στην άλλη πλευρά του κυπέλλου απεικονίζεται σάτυρος που ετοιμάζεται να ρίξει μια πέτρα στον Λυκούργο. Πηγή φωτογραφίας: Wikipedia
Το πόδι ακολουθεί το θέμα του κυπέλλου με ανοιχτόχρωμα αμπελόφυλλα και το χείλος έχει φόρμες φύλλων που μακραίνουν και κονταίνουν για να ταιριάζουν με τις σκηνές σε γυαλί. Το 1958 το πόδι αφαιρέθηκε από τους συντηρητές του Βρετανικού Μουσείου και ξανασυνδέθηκε με το κύπελλο μέχρι το 1973.
Η πρώιμη ιστορία του κυπέλλου είναι άγνωστη. Αναφέρεται για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή το 1845, όταν ένας Γάλλος συγγραφέας είπε ότι το είχε δει “πριν από μερικά χρόνια, στα χέρια του Μ. Ντυμπουά”. Λίγο αργότερα το απέκτησε η οικογένεια Rothschild και το είχε στην κατοχή της μέχρι το 1857. Μάλιστα αναφέρεται ότι όταν ο Γερμανός ιστορικός τέχνης Gustav Friedrich Waagen το είδε στη συλλογή τους το περιέγραψε ως “βάρβαρο και ταπεινό”. Το 1862 ο Λάιονελ Ρότσιλντ το δάνεισε σε μια έκθεση στο σημερινό Μουσείο Βικτώριας και Άλμπερτ και το 1958, ο Βίκτορ, Λόρδος Ρότσιλντ το πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο για 20.000 λίρες.
Πηγή αρχικής φωτογραφίας: Αncient Marvels/facebook
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr