20 Απριλίου 1999. Ώρα 11.14 το πρωί.
Ο 17χρονος Έρικ Χάρις και ο 18χρονος Ντίλαν Κλίμπολντ αποβιβάστηκαν από τα αυτοκίνητά τους και κατευθύνθηκαν προς τη δυτική είσοδο του λυκείου Κόλουμπαϊν.
Μετέφεραν μεγάλα μαύρα σακίδια, που περιείχαν αρκετή εκρηκτική ύλη για να ανατινάξουν όλο το σχολείο.
Τα τοποθέτησαν σε μία γωνία της σχολικής καφετέριας, ρύθμισαν την έκρηξη για τις 11.17 και βγήκαν αμέσως στο προαύλιο.
Ο «εγκέφαλος» της αποστολής, Έρικ Χάρις, είχε υπολογίσει ότι στις 11.15 η καφετέρια θα είχε περίπου 500 μαθητές, περισσότερους από οποιαδήποτε άλλη ώρα της ημέρας.
Σχεδίαζαν να ανατινάξουν πρώτα την καφετέρια σκοτώνοντας όλους τους μαθητές και όταν οι επιζώντες άρχιζαν να τρέχουν τρομοκρατημένοι προς τα έξω, θα τους εξολόθρευαν έναν έναν.
Η ώρα πήγε 11.19 και η βόμβα δεν εξερράγη.
Οι δύο νεαροί αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Πήραν τα όπλα τους ανά χείρας και άνοιξαν πυρ.
Τα πρώτα θύματα ήταν μαθητές που κάπνιζαν στο προαύλιο, σε ένα σημείο που ήταν το καπνιστήριο.
Άφησαν πίσω τους δύο νεκρούς και οχτώ τραυματίες.
Πλησίασαν την είσοδο της καφετέριας. Ο Κλίμπολντ μπήκε μέσα για να ελέγξει τις ελαττωματικές βόμβες, ενώ ο Χάρις στεκόταν όρθιος δίπλα στην πόρτα.
Εκείνη τη στιγμή έφτασε στο σημείο ο αναπληρωτής σερίφης, Νιλ Γκάρντερ και άνοιξε πυρ εναντίον του έφηβου.
Ο Χάρις απάντησε με δικά του πυρά, αλλά κανείς δεν τραυματίστηκε.
Μετά από λίγα λεπτά, ο Χάρις ακολούθησε τον Κλίμπολντ μέσα στο σχολείο.
Περπατούσαν πάνω κάτω στους διαδρόμους πυροβολώντας όποιον έβλεπαν μπροστά τους.
Τραυμάτισαν τη μαθήτρια Στέφανι Μάνσον στον αστράγαλο, αλλά καμία άλλη σφαίρα δεν βρήκε το στόχο της.
Έστριψαν σε ένα διάδρομο που οδηγούσε προς τη βιβλιοθήκη και είδαν μπροστά τους τον καθηγητή πληροφορικής Ντέιβ Σάντερς, που οδηγούσε τους μαθητές προς την έξοδο.
Πυροβόλησαν και τον πέτυχαν στο στέρνο. Ο καθηγητής κατάφερε να φτάσει σε μια αίθουσα με μαθητές και κλείδωσε την πόρτα.
Οι μαθητές προσπάθησαν να σταματήσουν την αιμορραγία, αλλά ο Σάντερς ξεψύχησε μετά από λίγες ώρες.
Η σφαγή στη βιβλιοθήκη
Στις 11.29, ακριβώς δέκα λεπτά μετά από τον πρώτο πυροβολισμό, οι Χάρις και Κλίμπολντ έφτασαν στη βιβλιοθήκη.
Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν 52 μαθητές και τέσσερις ενήλικοι. Όλοι είχαν κρυφτεί κάτω από τα γραφεία.
Η καθηγήτρια Πάτι Νίλσον μιλούσε στο τηλέφωνο με την αστυνομία, όταν άκουσε τους δράστες να πλησιάζουν.
Η τηλεφωνήτρια τη συμβούλευσε να κλειδώσει την πόρτα, αλλά η Νίλσον είπε ότι φοβόταν να πλησιάσει την πόρτα, γιατί ήξερε ότι περίμεναν απ’ έξω οι άλλοι.
Αμέσως μετά, ο Χάρις μπήκε στο δωμάτιο και φώναξε «σηκωθείτε» τόσο δυνατά, που τον άκουσε ακόμα και η τηλεφωνήτρια.
Κανείς δεν σηκώθηκε.
«Εντάξει λοιπόν. Θα αρχίσω να πυροβολώ έτσι κι αλλιώς», είπε και έστρεψε το όπλο του προς τον πάγκο κοντά στην είσοδο.
Από κάτω κρυβόταν ο μαθητής Έβαν Τοντ, ο οποίος τραυματίστηκε ελαφρά.
Ο Κλίμπολντ προχώρησε προς την άλλη άκρη της αίθουσας. Πυροβόλησε και σκότωσε τον 16χρονο Κάιλ Βελάσκεζ.
Οι δύο δράστες περιφέρονταν στο χώρο, όταν είδαν απ’ το παράθυρο ότι αστυνομικοί είχαν συγκεντρωθεί στο προαύλιο.
Άρχισαν να πυροβολούν εναντίον τους χωρίς να πετύχουν κανένα.
Αφού αντάλλαξαν πυρά με την αστυνομία για λίγα λεπτά, έστρεψαν την προσοχή τους στο εσωτερικό της βιβλιοθήκης.
Ο Κλίμπολντ πυροβόλησε κάτω από ένα γραφείο και τραυμάτισε τρεις.
Ο Χάρις πυροβόλησε χωρίς να κοιτά και σκότωσε τον 14χρονο Στίβεν Κάροου, ενώ τραυμάτισε την 17χρονη Κέισι Ρουγκσέγκερ.
Προχώρησε προς το επόμενο γραφείο και έσκυψε να δει ποιος κρυβόταν από κάτω, λέγοντας κοροϊδευτικά: «Φτού και βγαίνω!»
Η 17χρονη Κάσι Μπερνάλ πέθανε ακαριαία απ’ τη σφαίρα που καρφώθηκε στο κρανίο της.
Όταν την πυροβόλησε, το όπλο του Χάρις «κλώτσησε», τον χτύπησε στο πρόσωπο και έσπασε τη μύτη του.
Εν τω μεταξύ, ο Κλίμπολντ είχε εντοπίσει τρεις αθλητές, τους οποίους οι δράστες θεωρούσαν τους χειρότερους εχθρούς τους.
Ο Κλίμπολντ φώναξε τον Χάρις, λέγοντας: «Υπάρχει ένας νέγρος εδώ». Αναφερόταν στον 18χρονο Ιζέα Σουλς, ο οποίος πέθανε ακαριαία απ’ τη σφαίρα του Χάρις.
Αμέσως μετά έπεσε νεκρός και ο 16χρονος Μάθιου Κέχτερ.
Ο 16χρονος Γκρεγκ Σκοτ προσποιήθηκε ότι ήταν νεκρός και γλίτωσε.
Έως τις 11.35, είχαν σκοτώσει 10 μαθητές στη βιβλιοθήκη και είχαν τραυματίσει άλλους 12.
Η αυτοκτονία
Για τα επόμενα 30 λεπτά περιφέρονταν στους διαδρόμους. Πυροβολούσαν στους τοίχους και πετούσαν αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, χωρίς όμως να επιτεθούν εναντίον κάποιου μαθητή.
Αυτόπτες μάρτυρες τους άκουσαν να λένε ότι βαρέθηκαν να πυροβολούν και δεν ένιωθαν πια καμία ευχαρίστηση.
Ο Κλίμπολντ απάντησε ότι θα μπορούσαν να μαχαιρώσουν μερικούς για αλλαγή.
Στις 12.02 επέστρεψαν στη βιβλιοθήκη η οποία είχε ήδη εκκενωθεί από τους επιζώντες.
Η καθηγήτρια Πάτι Νίλσον που είχε κλειδωθεί σε ένα διπλανό δωμάτιο, τους άκουσε να λένε ταυτόχρονα: «Ένα. Δύο. Τρία».
Αμέσως μετά, άκουσε δύο πυροβολισμούς.
Ο Έρικ Χάρις και ο Ντίλαν Κλίμπολντ αυτοκτόνησαν στις 12.08, αφού σκότωσαν 12 μαθητές, έναν καθηγητή και τραυμάτισαν άλλους 21.
«ΜΙΣΟΣ! Είμαι γεμάτος μίσος και το λατρεύω»
Ο Έρικ Χάρις και ο Ντίλαν Κλίμπολντ δεν είχαν μεγαλώσει σε διαλυμένες οικογένειες ούτε αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα.
Οι γονείς του Κλίμπολντ ήταν καλλιτέχνες, ανοιχτόμυαλοι και επιεικείς με τον γιο τους, που ήταν άριστος μαθητής και σκόπευε να συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο.
Ο πατέρας του Χάρις ήταν στρατιωτικός και η οικογένεια μετακόμιζε συχνά, μέχρι που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Κολοράντο.
Ο γιος του, επιμελής και εξαιρετικός μαθητής, σκόπευε κι αυτός να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα.
Τον Ιανουάριο του 1998 είχαν συλληφθεί επειδή διέρρηξαν ένα φορτηγάκι και έκλεψαν τους υπολογιστές που μετέφερε.
Ήταν τόσο ευγενικοί και συνεργάσιμοι προς τις αρχές, που υποσχέθηκαν να καθαρίσουν το ποινικό τους μητρώο, υπό την προϋπόθεση ότι θα επισκέπτονταν τακτικά ψυχολόγους και θα ακολουθούσαν πιστά τους νόμους.
Προσποιήθηκαν ότι είχαν συμμορφωθεί πλήρως, ενώ παράλληλα σχεδίαζαν την πιο θανατηφόρα σχολική επίθεση που έγινε ποτέ στην Αμερική.
Και οι δύο είχαν προσωπικά ημερολόγια στα οποία κατέγραφαν λεπτομερώς τον οπλισμό που είχαν συγκεντρώσει και τα σχέδια της επίθεσης.
Είχαν τραβήξει με κάμερα τις προπονήσεις που έκαναν με τα όπλα, όπου πυροβολούσαν κορμούς δέντρων.
Σε ένα τέτοιο βίντεο ακούγεται ο Κλίμπαλντ να λέει: «Κοίτα πώς έλιωσε το σαλιγκάρι», αναφερόμενος σε μια σφαίρα.
Ο Χάρις απάντησε: «Φαντάσου πώς θα είναι αν καρφωθεί στο κρανίο κάποιου».
Μελετώντας τα ημερολόγια, ψυχίατροι κατέληξαν ότι ο Χάρις αποτελούσε χαρακτηριστική περίπτωση ψυχοπαθή με έντονο ναρκισσισμό.
Έγραφε στο ημερολόγιο:
«Κανείς δεν αξίζει τίποτα αν δεν το πω εγώ. Νιώθω σαν τον ΘΕΟ και εύχομαι να ήμουν για να είναι όλοι οι άλλοι κατώτεροι από εμένα. Ξέρω έτσι κι αλλιώς ότι είμαι ανώτερος όλων, ως προς τη νοημοσύνη και τη θέση μου στο σύμπαν».
Ο ψυχολόγος Ρόμπερτ Χερ που συνεργάστηκε με το FBI, υποστήριξε ότι η οργή του Χάρις δεν πήγαζε από την απογοήτευσή του για την ανθρωπότητα, αλλά από την ανάγκη του να επιβληθεί σε αυτή και να την ταπεινώσει.
Θαύμαζε το ναζιστικό καθεστώς και δήλωνε απογοητευμένος που απέτυχε η προσπάθειά τους.
Γι’ αυτό θα αναλάμβανε ο ίδιος να σκοτώσει όλους τους μαύρους, Ασιάτες, ομοφυλόφιλους και διανοητικά καθυστερημένους.
Την ημέρα της επίθεσης φορούσε μαύρη μπλούζα που έγραφε: «Φυσική επιλογή».
Η μπλούζα του Κλίμπολντ έγραφε: «Οργή».
Ο Κλίμπολντ παρουσίαζε έντονα σημάδια κατάθλιψης και εξαιρετικά χαμηλή αυτοπεποίθηση.
Στα γραπτά ήταν εμφανής η ανάγκη του να γίνει αγαπητός από τους άλλους και η ασυγκράτητη οργή του, όταν απέρριπταν τις προτάσεις του.
Ο Κλίμπολντ ήταν ερωτευμένος με μια συμμαθήτριά του, αλλά δεν της αποκάλυψε ποτέ τα συναισθήματα του, γιατί δεν πίστευε ότι θα ανταποκρινόταν.
Και οι δύο δράστες είχαν πέσει επανειλημμένα θύματα της ενδοσχολικής βίας.
Οι αθλητές, τους οποίους μισούσαν, συνήθιζαν να τους αποκαλούν “αδερφές” και κορόιδευαν τον Χάρις για το αδύνατο, μικροκαμωμένο σώμα του.
Μία μέρα, τους “έλουσαν” με κέτσαπ μες τη μέση της καφετέριας, ενώ εκατοντάδες συμμαθητές τους γελούσαν δυνατά.
Στους γονείς του, ο Κλίμπολντ είπε ότι ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής του.
Αμέσως μετά την επίθεση, τα αμερικάνικα mediamtx κατηγόρησαν μουσικούς όπως τον Μέριλιν Μάνσον, ότι επηρέαζαν αρνητικά τη νεολαία.
Κατηγόρησαν επίσης και τα βίαια βιντεοπαιχνίδια που έπαιζαν οι δύο δράστες.
Ο Χάρις, σαν να είχε προβλέψει τις αντιδράσεις, είχε γράψει στο ημερολόγιό του:
«Εγώ επέλεξα να σκοτώσω αυτόν τον άνθρωπο! Είναι δικό μου λάθος! Όχι των γονιών μου, όχι του αδελφού μου, όχι των φίλων μου, όχι των αγαπημένων μου συγκροτημάτων, όχι των βιντεοπαιχνιδιών, όχι της τηλεόρασης. ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΟΥ!»
Είχαν σχεδιάσει τα πάντα μέχρι τη μικρότερη λεπτομέρεια, ακόμα και την αυτοκτονία τους.
Δεν ήθελαν να ζήσουν σε ένα κόσμο που δεν θα αναγνώριζε ποτέ την ανωτερότητά τους!
Της Αθηνάς Τζίμα
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”:
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr