«Η εφημερίδα δεν είναι ψάρι, για να πάρει πάγο. Πρέπει από τη στιγμή που θα τυπωθεί, να φτάσει ταχύτατα στα χέρια του αναγνώστη. Χρονικά περιθώρια δεν υπάρχουν».
Αυτά τα λόγια συνήθιζε να λέει ο Δημήτρης Αλμπάνης, όταν εργαζόταν στο Υποπρακτορείο Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου στο Αγρίνιο, κατά τη δεκαετία του 1950.
Δεν ήταν, όμως, ο πρώτος από την οικογένειά του που ασχολήθηκε με το επάγγελμα του διανομέα εφημερίδων. Την αρχή είχε κάνει ο πατέρας του, Βλάσης Αλμπάνης, γεννημένος στο Παλαιόκαστρο Γορτυνίας και ιδιοκτήτης πρακτορείου εφημερίδων στην Κόρινθο.
Μεγάλωσε σε μια εποχή που οι εφημερίδες ήταν το μοναδικό μέσο ενημέρωσης των πολιτών και οι εφημεριδοπώλες έκαναν καθημερινά αγώνα δρόμου, για να φτάσουν τα φύλλα και στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας.
«Δυνατά πόδια, δυνατά μπράτσα, δυνατή φωνή» – Οι άνθρωποι της σκληρής επιβίωσης
Άνθρωποι της βιοπάλης και του μεροκάματου, για χρόνια χωρίς ασφαλιστική κάλυψη και κάτω από αντίξοες συνθήκες, οι διανομείς του Τύπου αποτέλεσαν τον τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό «κρίκο» στην «αλυσίδα» της ενημέρωσης.
«Οι πρώτοι εφημεριδοπώλες ήταν παιδιά και έφηβοι, όπως και οι λούστροι, γιατί εκτός από ανάγκη, είχαν και την αντοχή να τρέχουν. Όσο για τους εργαζόμενους στα πρακτορεία, το ωράριό τους ξεκινούσε το αργότερο στις 4 το πρωί και τελείωνε στις 4 το απόγευμα, ίσως και πιο αργά.
Πολλές φορές, κοιμούνταν στα πιεστήρια, διότι υπήρχαν και τα έκτακτα παραρτήματα. Υπήρχαν και εκείνοι που είχαν πάγκους και γενικά αμείβονταν με ένα ποσοστό 4-5% των πωλήσεων.
Το επάγγελμα χρειαζόταν δυνατά πόδια, δυνατά μπράτσα και δυνατή φωνή. Το πρόσωπο της Αθήνας και άλλων πόλεων της Ελλάδας θα ήταν άχρωμο χωρίς την παρουσία των εφημεριδοπωλών. Όλοι οι παλιοί τους θυμούνται», αναφέρει στη «Μηχανή του Χρόνου» ο συνονόματος εγγονός του Βλάση Αλμπάνη που επίσης εργάστηκε στη διανομή του Τύπου.
Από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και μετά, οι παραδοσιακοί εφημεριδοπώλες, που διαλαλούσαν την είδηση στους δρόμους και φώναζαν «Εεεεφημερίιιιδεεεες!», έχουν εκλείψει, όπως και πολλά ακόμη επαγγέλματα.
Χωρίς αυτούς, όμως, εκατομμύρια Έλληνες δεν θα μάθαιναν ποτέ ή θα αργούσαν πάρα πολύ να πληροφορηθούν για τα σημαντικά γεγονότα στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Σπύρος Τσαγγάρης, ο «πατριάρχης» των εφημεριδοπωλών
Το 1875, ο Σπύρος Τσαγγάρης, ένα φτωχό παιδί από τη Ζάτουνα Γορτυνίας, ίδρυσε στην Αθήνα το πρώτο πρακτορείο Τύπου στην Ελλάδα. Είχε άλλα πέντε αδέρφια και γνώριζε καλά ότι έπρεπε να δουλέψει σκληρά, για να επιβιώσει και να πετύχει.
«Οι αδερφοί Τσαγγάρη, με πρωτεργάτη τον Σπύρο, ήταν οι στυλοβάτες της πνευματικής ανάπτυξης της χώρας. Ενέπνευσαν τον παππού μου αλλά και αρκετούς συντοπίτες να ασχοληθούν με την πρακτόρευση του Τύπου, με αποτέλεσμα το επάγγελμα του εφημεριδοπώλη να αποτελεί μέχρι προ ολίγων ετών αποκλειστικότητα σχεδόν κάθε Γορτύνιου.
Το πάθος του Τσαγγάρη για την ανάπτυξη του Τύπου ήταν τόσο μεγάλο, που έχει γραφτεί ότι έβαλε υποθήκη το χρυσό του ρολόι, για να αγοράζει χαρτί και να τυπώνονται οι εφημερίδες», μας λέει ο Βλάσης Αλμπάνης.
Ο Σπύρος Τσαγγάρης δεν μερίμνησε μόνο για την οργάνωση της διανομής των έντυπων μέσων, αλλά και για τη μόρφωση των εφημεριδοπωλών. Φρόντισε, συγκεκριμένα, να μάθουν γράμματα στη νυχτερινή “Σχολή Απόρων Παίδων“, του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός» στην Αθήνα.
Επίσης, μαζί με τον εκδότη της εφημερίδας «Ακρόπολις», Βλάση Γαβριηλίδη, έφερε το 1881 στην Ελλάδα το πρώτο εξελιγμένο πιεστήριο από το εξωτερικό.
Χάρη στον Τσαγγάρη, η κυκλοφορία των εφημερίδων εκτινάχθηκε στα ύψη. Επιπλέον, όλο και περισσότεροι νέοι τίτλοι δημιουργήθηκαν, καθώς οι εκδότες είχαν εξασφαλίσει ότι τα έντυπά τους θα διανέμονταν με οργανωμένο και αξιόπιστο τρόπο.
Ο «Ραμπαγάς» του Κλεάνθους Τριανταφύλλου, το «Εμπρός» του Δημήτριου Καλαποθάκη, η «Εστία» του Δροσίνη και ο «Ρωμηός» του Σουρή είναι ορισμένοι χαρακτηριστικοί τίτλοι που δημιουργήθηκαν μετά την ίδρυση του πρακτορείου του Σπύρου Τσαγγάρη.
«Τα χέρια τεταμένα, το πνεύμα σε εγρήγορση»
Εκτός από το πρακτορείο του Σπύρου Τσαγγάρη, υπήρχε και η «Εταιρεία του Ελληνικού Τύπου “Τάκης Πικραμένος”», δικηγόρου και σταφιδέμπορου από την Πάτρα και παππού του πρώην υπηρεσιακού πρωθυπουργού, Παναγιώτη Πικραμμένου.
Στο πρακτορείο αυτό πήρε το “βάπτισμα του πυρός”, στα μέσα της δεκαετίας του 1910, ο Βλάσης Αλμπάνης ο πρεσβύτερος και εξελίχθηκε στον «πιο σημαντικό πράκτορα εφημερίδων της Κορίνθου», όπως είπε στη «ΜτΧ» ο συνονόματος εγγονός του.
Όταν έφυγε από τη ζωή, την παράδοση συνέχισαν οι γιοι του, Δημήτρης και Ιωάννης. Ο πρώτος ως υποπράκτορας στην Κόρινθο και μετά στο Αγρίνιο κι ο δεύτερος στο Λουτράκι. Τη «σκυτάλη» στο Αγρίνιο πήρε ο γιος του Δημήτρη Αλμπάνη, Βλάσης.
Ο κ. Αλμπάνης, που όταν ήταν μαθητής μοίραζε εφημερίδες με το ποδήλατό του, θυμάται με νοσταλγία τα χρόνια που δούλευε στην επιχείρηση του πατέρα του:
«Οι συνθήκες ήταν σκληρές, μια και τότε υπήρχαν οι πρωινές και οι απογευματινές εφημερίδες. Έπρεπε με την άφιξη του πρωινού φορτηγού, γύρω στις 06:30 με 07:00, να έχουμε τα χέρια μας τεταμένα και το πνεύμα μας σε εγρήγορση.
Ήμασταν επτά άτομα προσωπικό και πηγαίναμε τόσο στο κέντρο όσο και στα χωριά με αυτοκίνητα. Συνήθως παραλαμβάναμε 800 πολιτικά έντυπα ανά τίτλο. Μοιράζαμε και τα αθλητικά που ήταν πιο λίγα.
Παρά το άγχος, αγαπούσα αυτό το επάγγελμα, με “γέμιζε” και όλοι αντιμετωπίζαμε τη ρουτίνα με υπευθυνότητα, για να φανούμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης του αναγνωστικού κοινού».
Παράλληλα με την πρακτόρευση, ο κ. Αλμπάνης ασκούσε και το δημοσιογραφικό επάγγελμα, παίρνοντας συνεντεύξεις και κάνοντας ανταποκρίσεις για έντυπα της Αιτωλοακαρνανίας.
Όπως λέει, δύο από τις συνεντεύξεις που δεν ξεχνά ποτέ είναι αυτές με τον Σταμάτη Κόκοτα και τον Μίμη Πλέσσα.
«Ο κ. Πλέσσας μου είχε παρουσιάσει την αυτοβιογραφία του, η οποία βρισκόταν τότε υπό έκδοση», συμπληρώνει ο κ. Αλμπάνης που σήμερα είναι συνταξιούχος και ζει μόνιμα στη γενέτειρά του, το Αγρίνιο.
Τα μεγάλα εμπόδια στη διακίνηση
Σύμφωνα με τον Βλάση Αλμπάνη, τα παλιά χρόνια, η κατάσταση των δικτύων μεταφοράς ήταν τέτοια που οι εφημερίδες έφταναν με μεγάλη δυσκολία εκτός Αθηνών:
«Στο υποπρακτορείο του Αγρινίου, οι εφημερίδες έφταναν με αρκετή καθυστέρηση, καθώς δεν υπήρχε η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. Έπρεπε να έρθει το φέριμποτ, για να παραλάβει τους διανομείς και να περάσει από την Αχαΐα στην Αιτωλοακαρνανία, η οποία ως γνωστόν είναι μεγάλος νομός με πολλά χωριά
Στην Καλαμάτα έφταναν λίγα φύλλα με επιβατικά Ι.Χ. από την Πάτρα. Οι πρωινές κυκλοφορούσαν το βράδυ και οι απογευματινές την επόμενη ημέρα από την έκδοσή τους.
Στα Τρίκαλα έφταναν μαζί πρωινές και απογευματινές εφημερίδες με φορτηγά Δ.Χ. από τη Λάρισα. Κυκλοφορούσαν με μία ή δύο ημέρες καθυστέρηση από την έκδοσή τους. Στη Χαλκίδα, πρωινά και απογευματινά φύλλα έφταναν με το βραδινό τρένο και κυκλοφορούσαν το βράδυ».
Η μεγάλη σπατάλη και τα «κουπόνια»
Τη δεκαετία του 1970, υπήρχαν περίπου 10.000 σημεία πώλησης εφημερίδων στην Ελλάδα: 5.700 μόνο στο λεκανοπέδιο της Αττικής και 4.000 με 4.500 σημεία στην επαρχία.
Σύμφωνα με τον κ. Αλμπάνη, ο αριθμός αυτός ήταν υπερβολικός για τα ελληνικά δεδομένα και θα έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον τα μισά:
«Οι πωλήσεις δεν ήταν πάντοτε οι ίδιες, με αποτέλεσμα να έχουμε πολλές επιστροφές. Η σπατάλη χαρτιού και μελανιού που γινόταν μέχρι και πριν την οικονομική κρίση ήταν ανυπολόγιστη. Σήμερα, τα σημεία πώλησης πρέπει να είναι γύρω στα 7.000».
Στην ερώτηση για το τι γίνονταν οι απούλητες εφημερίδες, ο κ. Αλμπάνης μάς απαντά ότι η επιστροφή τους γινόταν με τα λεγόμενα «κουπόνια»: «Παίρναμε όλα τα έντυπα και κόβαμε με το ξυράφι την ημερομηνία του φύλλου, στην πάνω δεξιά πλευρά του πρωτοσέλιδου.
Τα συγκεντρώναμε μέσα σε κουτιά από παπούτσια και τα στέλναμε στην Αθήνα, ενώ το υπόλοιπο “σώμα” της εφημερίδας κατέληγε σε μανάβικα, ψαράδικα, κ.λπ.. Η έννοια της ανακύκλωσης προφανώς δεν υφίστατο και πολλές εφημερίδες κατέληγαν στα σκουπίδια».
«Με όλα τα μέσα για όλο τον κόσμο»
Το ιστορικό πρακτορείο του Σπύρου Τσαγγάρη συγχωνεύτηκε με εκείνο του Πικραμμένου την περίοδο της Κατοχής και συνέχισε να λειτουργεί έως τα μέσα του 1952.
Τον Ιανουάριο του 1945, ο απόγονος της οικογένειας Τσαγγάρη, Κώστας Τσαγγάρης, μαζί με τον Παρασκευά Χριστοδουλόπουλο και τον Ιωάννη Τσούρνο ίδρυσαν το Πρακτορείο Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου (Π.Ε.Α.Τ.).
Διέθετε υποπρακτορεία σε 219 πόλεις και κωμοπόλεις της ηπειρωτικής και νησιώτικης Ελλάδας. Επίσης διέθετε υποπρακτορεία σε χώρες, όπως στη Γαλλία, την Κύπρο, την Αίγυπτο, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική.
Μέχρι να δημιουργηθούν τα πρακτορεία «Άργος» και «Ευρώπη», στα τέλη της δεκαετίας του ’90, το Π.Ε.Α.Τ. ήταν ο σημαντικότερος διαμεσολαβητής και εγγυητής της απρόσκοπτης κυκλοφορίας των εφημερίδων.
Το κεντρικό σύνθημά του ήταν: «Με όλα τα μέσα για όλο τον κόσμο». Αυτό υπηρέτησε για σχεδόν 40 χρόνια και ο Βλάσης Αλμπάνης:
«Τα υποπρακτορεία του Π.Ε.Α.Τ. λειτούργησαν σε οικήματα πέριξ των κεντρικών σημείων των πόλεων και αποτελούσαν το “σημείο αναφοράς” κάθε πόλης. Είχαν αναγνώστες-πελάτες από όλους τους πολιτικούς χώρους, ενώ εκεί γίνονταν και πολιτικές συζητήσεις.
Στα υποπρακτορεία δούλευαν οικογένειες ολόκληρες, από παππού σε πατέρα και από πατέρα σε παιδί, μέσα σε κλίμα σύμπνοιας, αγάπης και επαγγελματισμού για τη σωστή διακίνηση των εφημερίδων».
«Η εφημερίδα είναι ένα ερωτικό προϊόν»
Έχοντας μεγαλώσει μέσα στις εφημερίδες και επειδή δεν υπήρχε καμία μελέτη που να μνημονεύει την προσφορά των εφημεριδοπωλών, ο Βλάσης Αλμπάνης αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για την ιστορία της διακίνησης του Τύπου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Γράμμα με τίτλο «Οι δρόμοι των εφημερίδων» και χρειάστηκε τρία χρόνια, για να το ολοκληρώσει. Πολύτιμος αρωγός στην προσπάθειά του ήταν το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του παππού του και του πατέρα του.
«Το προσωπικό μου αρχείο αποτελείται από εκατοντάδες φωτογραφίες και περισσότερα από 180 ιστορικά πρωτοσέλιδα που ξεκινούν από το 1928-1929», αναφέρει ο κ. Αλμπάνης στη «ΜτΧ».
Στις σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης μαθαίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία του Τύπου, όπως:
- για την έκδοση του πρώτου ελληνικού φύλλου στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1784, η κυκλοφορία του οποίου απαγορεύτηκε, για να μη δυσαρεστηθούν οι Οθωμανοί
- και για την «Ψευδοφυλλάδα του Γαλαξιδίου», έντυπο που κυκλοφόρησε στις 27 Μαρτίου 1821 και περιελάμβανε φανταστικές ειδήσεις, οι οποίες απέβλεπαν στην τόνωση του ηθικού των επαναστατημένων Ελλήνων.
Για τον Βλάση Αλμπάνη, οι «Δρόμοι των εφημερίδων» δεν είναι μόνο το απόσταγμα της πολυετούς διαδρομής της οικογένειάς του στη διακίνηση των εφημερίδων και των αναμνήσεών του.
Είναι και ένας φόρος τιμής σε όλους εκείνους που επί ενάμιση αιώνα ένωσαν τις δυνάμεις τους, για να προοδεύσει ο χώρος της έντυπης ενημέρωσης.
«Διάβαζα τα πάντα και μορφώθηκα μέσα από τις εφημερίδες. Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν χιλιάδες συνδρομητές και αναγνώστες επαρχιακών εντύπων, μεταξύ αυτών και κάποιοι νέοι, τα οποία, ως επί το πλείστον, εκδίδονται σε εβδομαδιαία βάση.
Κατά τη γνώμη μου, η εφημερίδα κρατάει γερά και δεν θα “πεθάνει”. Θα την χαρακτήριζα ως ένα “ερωτικό προϊόν”, διότι μπορεί να αποδελτιωθεί, να αρχειοθετηθεί και να αποκτήσει χαρακτήρα αναμνηστικό», καταλήγει ο Βλάσης Αλμπάνης.
Οι φωτογραφίες του άρθρου, συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής, προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Βλάση Αλμπάνη.
Ρεπορτάζ: Δημήτρης Παπακυριακού
Ειδήσεις σήμερα:
- Συγγενής θύματος στα Τέμπη κατέθεσε αίτημα εκταφής. Πείραμα για την έκρηξη από έλαια σιλικόνης και τη δημιουργία πυρόσφαιρας
- Έναντι 6,2 εκατ. δολαρίων πωλήθηκε η διάσημη μπανάνα του εκκεντρικού καλλιτέχνη Κατελάν. Ο συμβολισμός και το μήνυμα
- Ανεξαρτητοποιήθηκαν απο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Τζάκρη και Πούλου. Αξιωματική αντιπολίτευση το ΠΑΣΟΚ
- Ο «Νέος Μεταμφιεσμένος σε Έρωτα» του Τσαρούχη πωλήθηκε 572 χιλ. ευρω σε δημοπρασία στο Παρίσι
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ