Ονομάστηκαν «νησιά της άγονης γραμμής» γιατί το πλοίο έφτανε σπάνια στα λιμάνια τους ύστερα από ταξίδι ατελείωτων ωρών. Αυτή η εικόνα τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει, καθώς οι νέες ακτοπλοϊκές γραμμές ένωσαν νησιά και ανθρώπους.
Πλέον τα νησιά της λεγόμενης άγονης γραμμής, εξυπηρετούνται από σύγχρονα και ταχύτερα πλοία με αποτέλεσμα να έχουν μειωθεί κατά πολύ οι αποστάσεις. Τα νησιά αυτά προσφέρουν εναλλακτικό τρόπο διακοπών με χαμηλούς τόνους στην διασκέδαση, παραδοσιακά ταβερνάκια και καθαρές παραλίες χωρίς υπερένταση και συνωστισμό.
Τα Κουφονήσια, η Σχοινούσα, η Δονούσα στις Μικρές Κυκλάδες, η Αστυπάλαια και η Κάσος στα Δωδεκάνησα είναι μερικά από τα νησιά αυτής της επιλογής.
Κουφονήσια
Το Πάνω Κουφονήσι, είναι το μικρότερο κατοικήσιμο νησί των Κυκλάδων με έκταση μόλις 3,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Στο σύμπλεγμα υπάρχει το Κάτω Κουφονήσι, η Κέρος και κάποιες εντυπωσιακές βραχονησίδες. Λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων δεν επιτρέπεται σε αυτά η κατοίκηση, αλλά όλα προσφέρουν απίθανες ημερήσιες εκδρομές για αξέχαστες βουτιές.
Στις ανασκαφές έχουν βρεθεί τα περίφημα ειδώλια που κατασκευάστηκαν πριν από περίπου 5.000 χρόνια και αποτελούν πρώιμο δείγμα τέχνης του σπουδαίου κυκλαδικού πολιτισμού.
Για την ονομασία του νησιού κάποιοι λένε ότι το όνομα Κουφονήσι προέρχεται από το «Κουφός Λιμήν», δηλαδή το απάνεμο λιμάνι. Κάποιοι άλλοι από τις πολλές σπηλιές και τα ιζηματογενή πετρώματα, που υπάρχουν σε όλη την ακτογραμμή. “Μοιάζει σαν να είναι κούφιο”, υποστηρίζουν.
Το σημερινό χωριό φαίνεται ότι έχει χτιστεί στη θέση ενός μεγάλου ρωμαϊκού οικισμού. Στη διάρκεια του μεσαίωνα κατακτήθηκε από τους Ενετούς και αργότερα καταλήφθηκε από τους Τούρκους.
Τον 17ο αιώνα, κατά την περίοδο των μεγάλων συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο ναυτικές υπερδυνάμεις της εποχής, τη Βενετία και την Τουρκία, οι Κουφονησιώτες βρέθηκαν αποκλεισμένοι και αντιμέτωποι με την πείνα. Αναγκάσθηκαν να φάνε κάθε λογής βολβό που φύτρωνε στο άγονο νησί τους, καταλήγοντας στα ταπεινά λούπινα, τα οποία χρησιμοποιούνταν για ζωοτροφή.
Οι Κουφονησιώτες, άλλοτε από ανάγκη και άλλοτε κατ’ επιλογή, συνέπρατταν συχνά με Μανιάτες ναυτικούς, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τον πορθμό ανάμεσα στο Πάνω και το Κάτω Κουφονήσι ως ασφαλές καταφύγιο.
Μετά την Επανάσταση, το 1830, ενσωματώθηκαν με τις υπόλοιπες Κυκλάδες στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Μεταπολεμικά στο Κουφονήσι κατοικούσαν 1000 περίπου άτομα, σιγά σιγά μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού μετακινήθηκε στα αστικά κέντρα ή έγιναν ναυτικοί.
Τα Κουφονήσια αποκαλούνται «Καραϊβική της Ελλάδας» γιατί διαθέτουν μερικές από τις ομορφότερες παραλίες της Ελλάδας, με λευκή άμμο και πράσινα νερά
Στις νότιες παραλίες δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για τα καλοκαιρινά μελτέμια, αφού προστατεύονται από τα βουνά της Νάξου και της Αμοργού.
Το Πορί είναι η μεγαλύτερη παραλία στο Πάνω Κουφονήσι. Βρίσκεται μέσα σε έναν μεγάλο κόλπο, περίπου 30 λεπτά με τα πόδια από τη Χώρα ή λίγα λεπτά με τα καραβάκια που κάνουν συνεχώς δρομολόγια.
Πολύ κοντά στην παραλία Πορί βρίσκονται γεωλογικά αξιοθέατα, όπως οι σπηλιές του Ξυλομπάτη, η σπηλιά “Το Μάτι του Διαβόλου”, αλλά και η μικρή παραλία Γάλα, μια στενή δίοδος που αφήνει το νερό της θάλασσας να μπει στο εσωτερικό της σπηλιάς. Πήρε το όνομά της από τους αφρούς και τη λευκή άμμο.
Οι υπόλοιπες παραλίες του νησιού, είναι η “Άμμος” δίπλα στο λιμάνι και το χωριό. Προφανώς είναι αμμώδης με γαλαζοπράσινα νερά. Στον κόλπο είναι αραγμένα τα ψαροκάικα, που συμπληρώνουν την ομορφιά του τοπίου.
Ακολουθεί ο Φοίνικας ή “Χαροκόπου”, ο Φανός και η Πλατιά Πούντα, που όλοι αποκαλούν “Ιταλίδα”. Η ονομασία προέκυψε εξαιτίας μιας ιταλίδας που είχε σπίτι, πάνω από την παραλία.
Επίσης αξίζει μία επίσκεψη και στην Πισίνα, τη διάσημη φυσική κοιλότητα βράχων με τα κρυστάλλινα νερά.
Κάτω Κουφονήσι
Στο Κάτω Κουφονήσι υπάρχει μονάχα μία ταβέρνα, αλλά ξεχωριστή για την φιλοξενία και τα εδέσματά της. Όλο το υπόλοιπο νησί -το οποίο περπατιέται με τα πόδια σε λιγότερο από μιάμιση ώρα- είναι μόνο παραλίες. Καθημερινά λάντζες από το Πάνω Κουφονήσι πραγματοποιούν δρομολόγια. Το Νερό, η Χαβάη και ο Δέτης είναι τρεις από τις πιο ξακουστές παραλίες του.
Δονούσα
Η Δονούσα είναι το πιο μακρινό νησί των μικρών Κυκλάδων και βρίσκεται βόρεια του Κουφονησίου και δυτικά της Νάξου. Σύμφωνα με τη μυθολογία, είναι το νησί που έκρυψε ο Διόνυσος την Αριάδνη από τον Θησέα όταν επέστρεφαν από την Κρήτη, για να την κρατήσει δική του. Ο Βιργίλιος αναφέρει τη Δονούσα, ως έναν από τους σταθμούς του Αινεία στο ταξίδι του από την Τροία προς την Ιταλία.
Ο Βιργίλιος την αποκαλούσε «Viriden» λόγω της άφθονης βλάστησης και του πράσινου μαρμάρου της, ενώ οι ξένοι ναυτικοί, τον 19ο αιώνα την ονόμαζαν «Stenoza» ή «Spinosa».
Οι ανασκαφές στο νησί έχουν φέρει στο φως πρωτοκυκλαδικούς οικισμούς, που δείχνουν ότι η Δονούσα ήταν εμπορικός σταθμός μεταξύ της Αττικής και του υπόλοιπου Αιγαίου. Στη Μεσσαριά βρίσκεται ο αρχαίος οικισμός, στην περιοχή Βαθύ Λιμενάρι που χρονολογείται από τον 8ο-9ο αιώνα π.Χ.
Κατά τα ρωμαϊκά χρόνια η Δονούσα παραχωρήθηκε στους Ρόδιους, ενώ αργότερα αποτέλεσε και τόπο εξορίας, εξαιτίας της απομόνωσής της, αλλά πλέον, με τα σύγχρονα πλοία και τα συχνά δρομολόγια, η απομόνωση είναι ιστορικό αφήγημα.
Η Δονούσα, που σταδιακά, είχε ερημώσει, κατοικήθηκε ξανά τον 18ο αιώνα από Αμοργιανούς.
Ήταν τόσο απομονωμένη από τον κόσμο και τα γεγονότα, που λέγεται ότι οι κάτοικοί της πληροφορήθηκαν ότι ο Όθωνας αντικαταστάθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄, 14 χρόνια μετά, όταν την επισκέφθηκε ο ίδιος ο βασιλιάς και προφανώς δεν ήταν η μόνη περιοχή στο Αιγαίο, που ζούσε στο δικό της ρυθμό.
Οι παραλίες της Δονούσας, είναι αμμώδεις στα νότια και με βότσαλο στα βόρεια. Οι πιο γνωστές είναι ο Σταυρός, το Λιβάδι, το Φύκιο, το Λιμενάρι, όπου υπάρχουν ερείπια του πρωτοκυκλαδίκου οικισμού και του Κέδρου, όπου στα 10 μέτρα από την παραλία υπάρχει βυθισμένο τμήμα πλοίου, που βλήθηκε από την Βρετανική αεροπορία, κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Σχοινούσα
Το νησί έχει έκταση μόλις 9 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο μόνιμος πληθυσμός δεν ξεπερνά τους 250 κατοίκους.
Σύμφωνα με την παράδοση το όνομά της προέρχεται από το θαμνώδες φυτό Σχίνο που αφθονεί σε όλο το νησί. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή το νησί πήρε το όνομά του από τον Ενετό άρχοντα Σχινόζα. Πάντως, στο παρελθόν αποκαλούνταν και με τις ονομασίες Εχινούσα και Πανιδιά.
Το νησί κατοικούνταν από την προϊστορική περίοδο ενώ κατά τη Βυζαντινή εποχή, ανέπτυξε σημαντική εμπορική δραστηριότητα.
Ωστόσο, από αυτό το μικρό κομμάτι αιγαιοπελαγίτικης γης έχουν περάσει ανά τους αιώνες, αναρίθμητοι επισκέπτες και κατακτητές.
Η πειρατική δράση, που το νέο ελληνικό κράτος την πάταξε οριστικά και αμετάκλητα, οδήγησε τους κατοίκους στην επιλογή να χτίσουν την χώρα, στο υψηλότερο σημείο του νησιού, και με χαμηλά σπίτια που κρύβονται πίσω από τον λόφο. Έτσι, ο οικισμός δεν ήταν ορατός από τη θάλασσα.
Στη διάρκεια της Φραγκοκρατίας εντάχθηκε στο Δουκάτο του Αιγαίου με ηγεμόνα τον Μάρκο Σανούδο. Το 1537, μετά την κατάληψη της Νάξου από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, το νησί βρέθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, η Σχοινούσα πέρασε στην ιδιοκτησία της Μονής Χοζοβιώτισσας, που βρίσκεται στην Αμοργό. Μετά την ελληνική ανεξαρτησία, τη δεκαετία του 1820, η μονή χορήγησε το δικαίωμα εγκατάστασης σε ορισμένες οικογένειες από την Αμοργό για να καλλιεργήσουν τη γη. Οι σημερινοί κάτοικοι του νησιού είναι κυρίως απόγονοι εκείνων των εποίκων, που έδωσαν ζωή στον τόπο.
Ένα από τα αξιοθέατα της Σχοινούσας είναι η σπηλιά του Μανιάτη πειρατή. Βρίσκεται πάνω από το φυσικό λιμάνι και συνδέεται με έναν παράξενο θρύλο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο πειρατής έφτασε στο νησί προκειμένου να ληστέψει.
Ανάμεσα στους στόχους τους ήταν και η εκκλησία της Παναγίας της Ακαθής, η οποία σήμερα είναι ο ενοριακός ναός της Χώρας. Λέγεται έτσι, επειδή είναι από τις λίγες εικόνες που ο Χριστός, στέκει όρθιος μπροστά στην Παναγία, αντί να τον κρατάει στη μητρική αγκάλη της. Δηλαδή είναι Ακάθιστος.
Ο πειρατής καθώς συγκέντρωνε τη λεία του, παρατήρησε την επιβλητική εικόνα της Παναγίας. Όσο την κοιτούσε, τόσο θύμωνε και αντέδρασε βίαια γιατί θεώρησε ότι η μεγαλόχαρη τον κοιτούσε επίμονα. Τότε έβγαλε το όπλο του και την πυροβόλησε. Η σφαίρα διαπέρασε την εικόνα και άφησε μια τρύπα για πάντα.
Ύστερα, ο ληστής πήρε βιαστικά το δρόμο της επιστροφής προς το πλοίο του. Ενώ όμως έτρεχε, γλίστρησε κι έπεσε πλάι σε μια σπηλιά όπου σκοτώθηκε. Λέγεται ότι οι ντόπιοι τον βρήκαν και τον έκαψαν επιτόπου, με αποτέλεσμα να μαυρίσουν τα πετρώματα της σπηλιάς. Οι θρύλοι στο νησί έχουν πολλές εκδοχές. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο ληστής εξοντώθηκε πρώτα από τους κατοίκους και στη συνέχεια τον παρέδωσαν στις φλόγες. Μάλιστα κάποιοι λένε ότι το νησάκι που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την μεγάλη παραλία της Σχοινούσας πήρε το σχήμα της καρδιάς του πειρατή που πέτρωσε μετά την ιεροσυλία του.
Η Σχοινούσα φημίζεται για τις παραλίες της. Οι χωματόδρομοι και τα μονοπάτια της οδηγούν σε πάνω από 20 κολπάκια και παραλίες ιδανικά για κολύμπι και βουτιές.
Η Αστυπάλαια και η Καστροπολιτεία
Η Αστυπάλαια ή Αστροπαλιά είναι το δυτικότερο νησί των Δωδεκανήσων και συνδυάζει μοναδικά την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των Κυκλάδων και την φυσική ομορφιά των Δωδεκανήσων. Το νησί είναι γνωστό και ως «πεταλούδα του Αιγαίου». Εύλογο, εάν δείτε το σχήμα του στο χάρτη.
Η Αστυπάλαια έχει να επιδείξει μία από τις πιο εντυπωσιακές Χώρες του Αιγαίου, λόγω της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής. Η επιβλητική καστροπολιτεία της Χώρας, ιδρύθηκε από τον Βενετό αξιωματούχο του Δουκάτου της Νάξου, Τζιοβάνι Κουερίνι, το 1413, σε μια εποχή που το νησί είχε ερημώσει από τις αλλεπάλληλες επιδρομές.
Το κτίσιμό του από ντόπιο σιδηρούχο πέτρωμα στη θέση που κατείχε η αρχαία ακρόπολη του νησιού, αναγέννησε τον οικισμό και εξασφάλισε την επιβίωσή του έναντι των επίδοξων εισβολέων.
Η μοναδική είσοδός του βρίσκεται στην ΝΔ πλευρά και σε αρκετά σημεία το περιτείχισμα ακουμπούσε σε ενισχυμένους τοίχους κατοικιών. Ονομάζονται «ξώκαστρα» και σχημάτιζαν γύρω του έναν δακτύλιο σαν δεύτερη γραμμή άμυνας. Κάποια σώζονται ακόμα κι έχουν αρχίσει να αναπαλαιώνονται.
Η καστροπολιτεία της είναι αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης κατοίκησης και πολεοδομίας μέσα στο κάστρο προκειμένου να χωρέσουν οι σχεδόν 4.000 κάτοικοί του στα 4.000 τ.μ. έκταση.
Για αυτό δημιουργήθηκαν 3 επίπεδα κατοικιών, ώστε να υπάρχει αρκετός χώρος και για τις κατοικίες αλλά και για τις άλλες λειτουργίες του οικισμού.
Εντός των τειχών τα περισσότερα οικήματα έπεσαν από σεισμό το 1956. Σώζεται πύργος στο νότιο άκρο του κάστρου, το λεγόμενο «σαράι» και δυο εκκλησίες.
Η πρώτη, κοντά στην είσοδο είναι η Παναγία του Κάστρου, κτισμένη το 1853 και αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Για την ανέγερσή της χρησιμοποιήθηκε δομικό υλικό από τις κατοικίες των Γκουερίνι.
Σε άλλο σημείο στο κάστρο, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Χρονολογείται από το 1790 και ο ανοιχτός χώρος μπροστά του αποτελούσε την «πλάτσα», την κεντρική πλατεία όπου γίνονταν οι συναθροίσεις της καστροπολιτείας. Στο νησί βρίσκεται και το μοναδικό στον κόσμο, αρχαίο βρεφικό νεκροταφείο.
Οι Μύλοι
Το πρώτο θέαμα που αντικρύζει ο επισκέπτης στη Χώρα είναι οι 8 μύλοι Υπολογίζεται ότι χτίστηκαν περί τα τέλη του 15ου αιώνα. Σήμερα, λειτουργούν σχεδόν όλοι, προσφέροντας διαφορετικές υπηρεσίες. Ο ένας λειτουργεί ως ξενόγλωσση δανειστική βιβλιοθήκη.
Ο ποιητής και στιχουργός Μάνος Ελευθερίου δώρισε μεγάλο μέρος της προσωπικής του συλλογής στο νησί.
Σπήλαιο του Νέγρου
Κοντά στην παραλία Βάτσες, βρίσκεται το σπήλαιο του Νέγρου, με εντυπωσιακούς γεωλογικούς σχηματισμούς από σταλαγμίτες και σταλακτίτες που η ιστορία του συνδέεται με έναν θρύλο. Σύμφωνα με τον θρύλο, πήρε το όνομά του από έναν Αφρικανό πειρατή που είχε την σπηλιά για κρησφύγετο.
Παραλίες
Το Στενό, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές παραλίες του Αιγαίου, χάρη στην ιδιαίτερη μορφολογία της. Δημιουργεί μια στενή λωρίδα γης που ενώνει το “έξω” με το “μέσα” τμήμα της Αστυπάλαιας.
Οι Βάτσες, είναι μια μεγάλη βοτσαλωτή παραλία με βαθιά δροσερά νερά, ενώ το κοσμοπολίτικό Λιβάδι φημίζεται για ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα του νησιού με θέα στα γύρω νησάκια.
Δημοφιλής παραλία του νησιού είναι τα Καμινάκια, που είναι προσβάσιμη δια θαλάσσης από τον Πέρα Γιαλό και οδικώς μέσω ενός σχετικά δύσβατου χωματόδρομου.
Κάσος
Η Κάσος είναι ένα από τα πιο απομακρυσμένα νησιά της Ελλάδας απέχοντας σχεδόν 200 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά.
Όμως έχει μακρά ιστορία καθώς κατοικείται από την Ύστερη Νεολιθική Εποχή (4η και 3η χιλιετία π.Χ.). Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει ότι η Κάσος συμμετείχε στον τρωικό πόλεμο.
Στη διάρκεια των παλαιοχριστιακών χρόνων γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση, οπότε κατασκευάστηκαν δημόσια κτίρια υψηλής αρχιτεκτονικής, που διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Το 1207 το νησί κατελήφθη από τους Ενετούς της Κρήτης. Το 1311 οι ιππότες του Αγίου Ιωάννου επιχείρησαν να το καταλάβουν, αλλά έπειτα από μεσολάβηση του Πάπα, η Κάσος και η Κάρπαθος επέστρεψαν στην κατοχή των Ενετών της Κρήτης έως το 1537, όταν κατελήφθησαν από τους Τούρκους.
Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, αντί ετήσιου φόρου 1000 γροσίων έδωσε στους Κάσιους το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης.
Η Κάσος ερημοποιήθηκε τον 16ο αιώνα κα ξανακατοικήθηκε τον 17ο. Οι νέοι οικισμοί, Αρβανιτοχώρι και Αγία Μαρίνα, χτίστηκαν μακριά από τη θάλασσα, από τον φόβο των επιδρομών.
Οι Κασιώτες από τα ναπολεόντεια χρόνια ασχολήθηκαν με το εμπόριο και έγιναν ξακουστοί καραβοκύρηδες. Συμμετείχαν ενεργά στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, γεγονός που δεν έμεινε ατιμώρητο από τους Τούρκους.
Τον Ιούνιο του 1824 επιτέθηκαν στο νησί οι Τούρκοι με περίπου 4.000 στρατό και τη συμμετοχή του αιγυπτιακού στόλου, που απαριθμούσε γύρω στα 40 πλοία. Γύρω στους 2.000 κατοίκους εξοντώθηκαν και άλλα τόσα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. Το νησί ερήμωσε.
Το 1829 όσοι επέζησαν από το Ολοκαύτωμα ξαναγύρισαν στο νησί. Μετά την τουρκική, ακολούθησε η ιταλική και η αγγλική κατοχή.
Η Κάσος ενσωματώθηκε οριστικά στο ελληνικό κράτος το 1947, μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα.
Σήμερα το νησί παραμένει παρθένο, με γραφικά χωριά, καταπληκτικά νερά στις παραλίες και ζεστή φιλοξενία από τους κατοίκους που δεν έχουν συνηθίσει στον μαζικό τουρισμό αλλά η φιλοξενία τους, είναι αυθεντική και εγκάρδια.
Από τις πιο γνωστές παραλίες του νησιού είναι η Χέλατρος, με σήμα κατατεθέν τα σμαραγδένια νερά, ο Εμπορειός ή Αντιπέρατος, ενώ το καΐκι προσεγγίζει το γειτονικό νησάκι, Αρμάθια. Εκεί απολαμβάνετε την κολύμβηση σε τιρκουάζ νερά.
Πρωτεύουσα είναι το λιμάνι του νησιού, το Φρυ, όπου κυριαρχούν τα πετρόκτιστα αρχοντικά, σημάδια της παλιάς οικονομικής άνθησης του νησιού.
Το λιμανάκι της Μπούκας, είναι το πιο γραφικό σημείου του νησιού. Ακριβώς πάνω από την Μπούκα, είναι κτισμένος ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα που είναι ο πολιούχος της Κάσου.
Στο νοτιοδυτικό κομμάτι του χωριού της Αγίας Μαρίνας βρίσκεται το σπήλαιο της Ελληνοκαμάρας με εκπληκτικής ομορφιάς σταλαγμίτες κα σταλακτίτες. Το σπήλαιο θεωρείται από τους αρχαιότερους λατρευτικούς χώρους στα Δωδεκάνησα.
Η Κάσος είναι μια μοναδική εμπειρία, γιατί έχει μικρή τουριστική σεζόν και ελεγχόμενο αριθμό επισκεπτών. Το καλοκαίρι επιστρέφουν και οι Κασιώτες που έχουν ξενιτευθεί και οι επισκέπτες συνυπάρχουν με τους ντόπιους, γνωρίζοντας όχι μόνο τον τόπο αλλά και τους ανθρώπους του.
Κλείστε το εισιτήριό σας εδώ https://www.bluestarferries.com/ και ανακαλύψτε τα μυστικά της άγονης γραμμής του Αιγαίου.
Ειδήσεις σήμερα:
- Ηράκλειο. Το τροχαίο ήταν δολοφονία. Σοκαριστικό βίντεο με τον οδηγό να πέφτει πάνω στην γυναίκα
- Κατά 42% αυξημένες οι φωτιές το 2024. Τι κατέγραψε η ετήσια έκθεση των ΜΕΤΕΟ και WWF Ελλάς
- Δύο ορφανές τίγρεις της Σιβηρίας επανενώθηκαν μετά από ταξίδι 200 χλμ. στα ρωσικά δάση. Η ιστορία του Μπόρις και της Σβετλάγια
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr