Τον Οκτώβριο του 1974 το ιστορικό περιοδικό «ΑΝΤΙ» του Χρήστου Παπουτσάκη δημοσίευσε μαρτυρίες όσων επέζησαν από την κυπριακή τραγωδία. Ήταν μαρτυρίες που συγκέντρωσε μιλώντας με εκατοντάδες κατοίκους του νησιού, ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος.
Η μαρτυρία ενός ιερέα στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου της Λευκωσίας συγκινεί και σοκάρει καθώς αναφέρεται στο πραξικόπημα του Ιωαννίδη με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου. Λίγες μέρες μετά, ακολούθησε η τουρκική εισβολή με δικαιολογία την προστασία των Τουρκοκυπρίων.
Ο ιερέας περιγράφει τον σύντομο εμφύλιο πόλεμο όπως τον έζησε:
«Στις 15 του Ιούλη, 9 παρά τέταρτο το πρωί, οι πραξικοπηματίες χτύπησαν τη Λευκωσία.
Πριν το μεσημέρι έφτασε στο νεκροταφείο ένα στρατιωτικό καμιόνι με δύο αξιωματικούς.
Από πίσω ακολουθούσαν δύο άλλα καμιόνια με σκοτωμένους.
Ο ένας αξιωματικός, Έλληνας, ήταν ένας συνταγματάρχης άγριος και μαυριδερός, μου λέει: «Παπά άνοιξε τάφους».
«Δεν μπορώ δεν έχω χέρια», του λέω. Είχα στο νεκροταφείο μονάχα τον Ευριπίδη τον νεκροθάφτη και τον θείο του.
Μου λέει ο αξιωματικός «σκάβε λάκκους, θα σε θάψω κι εσένα βρωμόπαπα».
Του λέω, «φέρε μηχάνημα και τους θάβω».
Πήγαν να βρουν μηχάνημα και ο Ευριπίδης με τον θείο του κατεβάζουνε κάτω από τα κυπαρίσσια 67 νεκρούς με στολή.
Είδα μερικούς και μου φανήκανε χτυπημένοι από πίσω. Σε δύο είχανε κοπεί εντελώς τα κεφάλια.
Έρχεται μηχάνημα ανοίγει λάκκους και τους παραχώνουμε σε πατωσιές τον έναν πάνω στον άλλον.
Όσοι είχανε χαρτιά τα κρατούσαμε σε ένα σωρό στην άκρη και τα πήρε ο αξιωματικός.
Στο μεταξύ φτάνει ένα φορτηγό της αστυνομίας με σκοτωμένους κι αυτό.
Λέω στον Ευριπίδη, «άνοιξε λάκκο».
Ο ήλιος έκαιγε και οι σκοτωμένοι βρωμούσαν. Ο μαυριδερός αξιωματικός μου λέει: «Αυτούς δεν θα τους θάψεις εδώ, είναι κομμουνιστές».
Του λέω, «δεν ξέρω εγώ κομμουνιστές, έχει ήλιο και οι σκοτωμένοι θα σαπίσουνε».
«Να σαπίσουνε μου λέει, τα σκυλιά εδώ δεν θα τα θάψεις».
Τότε πήρα το μηχάνημα τον Ευριπίδη και τον θείο και σκάψαμε έξω από τη μάντρα και τους παραχώσαμε.
Ήταν 26 γυναίκες και άντρες και 2 κοριτσάκια εφτά και δώδεκα χρονών. Το ένα το λέγανε Βάσω, το έγραφε σε ένα μενταγιόν στο χέρι του. Μέχρι σήμερα δεν ήρθε κανείς να τα ζητήσει».
Άλλη μια μαρτυρία είναι τα γράμματα που ένας Κύπριος φαντάρος της Εθνοφρουράς, φοιτητής παλιότερα στην Ελλάδα, έστελνε στους γονιούς του και στην κοπέλα του, γράφοντας πάνω σε τσιγαρόχαρτα ή ότι άλλο έβρισκε.
Η επιστολή απευθύνεται στο κορίτσι του φοιτητή και γράφτηκε την πρώτη μέρα του εμφύλιου σπαραγμού:
«Αυτή τη στιγμή, 5 και 25 της Δευτέρας, βρίσκομαι μαζί με άλλους 40 ταλαίπωρους κοντά στο σπίτι ενός λοχαγού του εφεδρικού.
(Σημ: το εφεδρικό ήταν δύναμη πιστή στον Μακάριο). Αν πάθω τίποτα, αφήνω εντολή στο σπίτι μου να σου στείλουν τα εισιτήρια για να έλθεις στον τάφο μου να φέρεις λουλούδια»…
ΠΗΓΗ: περιοδικό ΑΝΤΙ (κυκλοφορούσε ανά δεκαπενθήμερο από το 1974 έως το 2008. Ιδρυτής, ιδιοκτήτης και διευθυντής του περιοδικού ήταν ο δημοσιογράφος Αντώνης Καρκαγιάννης και ο αρχιτέκτονας Χρήστος Γ. Παπουτσάκης τον Μάιο του 1972, και από το 1974 ο δεύτερος).
Διαβάστε επίσης :Η άγνωστη διαδρομή του Μακάριου. Μεγάλωσε χωρίς μάνα, ήταν τσοπάνης, έτρωγε ξύλο στο μοναστήρι επειδή δεν άφηνε γένια. Εξελέγη Μητροπολίτης, αν και απουσίαζε στην Αμερική και στην κατοχή λειτουργούσε στην Αθήνα.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr