17 Σεπτεμβρίου 1931. Μία σταρ γεννιέται. Οι γονείς της τής έδωσαν το όνομα Άννα Μαρία Λουίζα. Εκείνη θα προτιμήσει το Αν Μάρνο. Ο κόσμος θα τη μάθει ως Αν Μπάνκροφτ. Στην κινηματογραφική ιστορία, όμως, έμελλε να μείνει γνωστή ως κυρία Ρόμπινσον.
Τα πρώτα βήματα
«Αρκεί να κάτσω για μία ώρα στο ίδιο δωμάτιο με τον οποιοδήποτε και όταν φύγει, αυτόματα θα ξέρω απ’ έξω τον τρόπο που μιλά και τον τρόπο που κινείται. Αυτό είναι το ξεχωριστό μου ταλέντο.»
Η Άννα Μαρία Λουίζα Ιταλιάνο, από πολύ μικρή είχε βρει την κλίση της. Κόρη Ιταλών μεταναστών και μεγαλωμένη στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, ήταν πεπεισμένη ότι ήθελε να ασχοληθεί με τον χώρο του θεάματος. Έτσι, το 1948 όταν ήταν 17, άρχισε να φοιτά στην «Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών» και στο «Εργαστήρι Ηθοποιών». Παράλληλα, έπιασε την πρώτη της δουλειά στο ραδιόφωνο και σιγά σιγά «άπλωνε τα πλοκάμια» της στα τηλεοπτικά στούντιο. Μάλιστα, αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της σε ένα πιο καλλιτεχνικό. Το «Αν Μάρνο» φάνταζε ιδανικό.
Ωστόσο, την άποψη αυτή δεν ενστερνίζονταν και οι υπεύθυνοι της «20th Century Fox» που ήθελαν να υπογράψουν συμβόλαιο με τη νεαρή ηθοποιό. Το «Μάρνο» ακουγόταν πολύ ξένο. Έτσι, της έδωσαν έναν κατάλογο με ονόματα και την άφησαν να επιλέξει.
«Από ‘δω και στο εξής, θα είμαι η Αν Μπάνκροφτ», ήταν η επιλογή της.
Οι πρώτοι ρόλοι που της δόθηκαν δεν αναδείκνυαν το ταλέντο της. Τη δεκαετία του ’50, η βιομηχανία του κινηματογράφου κατά κύριο λόγο έψαχνε την στερεοτυπική εικόνα της σέξι, γοητευτικής αλλά κατά τ’ άλλα κενής γυναίκας. Και αυτούς ακριβώς τους χαρακτήρες καλούνταν να ενσαρκώσει.
Αυτό, όμως, δεν τη γέμιζε. Έτσι, επέστρεψε στην Νέα Υόρκη και στράφηκε στο Broadway.
Για πέντε συνεχόμενα χρόνια συμμετείχε σε σημαντικές παραστάσεις και άρχισε να «χτίζει» το όνομά της στο χώρο.
Το 1962 επέστρεψε στο Χόλυγουντ. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξε η γνωριμία με το σύζυγό της, παραγωγό και σκηνοθετή, Μελ Μπρουκς, ένα χρόνο πριν.
Η πρώτη ταινία που πρωταγωνίστησε, «Το θαύμα της Άννι Σάλιβαν» της χάρισε το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου, καθώς και ευρεία αναγνωρισιμότητα. Ακολούθησαν ο «Αμαρτωλός Γάμος», το «The Slender Thread», οι «Επτά Γυναίκες». Όλες σημείωσαν επιτυχία. Η καμπή όμως ήρθε το 1968 με τον «Πρωτάρη».
Η θρυλική κυρία Ρόμπινσον
Ο «Πρωτάρης» ήταν ριψοκίνδυνη επιλογή για τον σκηνοθέτη Μάικ Νίκολς, που στα μέσα της δεκαετίας του ’60, θεωρούνταν ο πιο πετυχημένος νεαρός σκηνοθέτης στο Χόλιγουντ. Ο Νίκολς αγνόησε τις συμβουλές των παραγωγών και των στούντιο και επέλεξε για πρωταγωνιστή της ταινίας έναν άπειρο, πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό, τον Ντάστιν Χόφμαν. Στο πλάι του, η 36χρονη Μπάνκροφτ θα ενσάρκωσε την 45χρονη κυρία Ρόμπινσον, μια ευκατάστατη νοικοκυρά με εντυπωσιακή εμφάνιση που θα παραπλανούσε και θα προσωρούσε σε ερωτική σχέση με τον 21χρονο συμπρωταγωνιστή της.
Αν και η πραγματική διαφορά ηλικίας των πρωταγωνιστών ήταν μόλις 6 χρόνια, ο Χόφμαν κατάφερε να δώσει μια αίσθηση απειρίας και αμηχανίας στον χαρακτήρα και να κάνει το ηλικιακό χάσμα να φαντάζει πολύ μεγαλύτερο. Ίσως επειδή ήταν κι ο ίδιος «πρωτάρης» στον χώρο του κινηματογράφου
Αρχικά, κανείς δεν περίμενε ότι η ταινία θα γινόταν επιτυχία. Μάλιστα, όταν την παρακολούθησαν για πρώτη φορά οι παραγωγοί και τα στελέχη στούντιο του Χόλιγουντ, άρχισαν να γιουχάρουν μέσα στο σινεμά.
Κι όμως, η ταινία που κόστισε 3 εκατομμύρια δολάρια, έβγαλε περισσότερα από 35 εκατομμύρια στο box office.
Ήταν υποψήφια για 7 Όσκαρ, κέρδισε το βραβείο για καλύτερη σκηνοθεσία και θεωρήθηκε τότε ως η «μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του κινηματογράφου».
Το 1968, όταν καταλήφθηκε το πανεπιστήμιο Κολούμπια από φοιτητές, οι καταληψίες έβγαιναν με βάρδιες για να παρακολουθήσουν τον «Πρωτάρη» στο σινεμά.
Την ίδια περίοδο, το τραγούδι «Mrs Robinson» των Simon & Garfunkel ήταν νούμερο 1 στα μουσικά τσαρτ. Και βέβαια δεν ήταν η μοναδική επιτυχία του soundtrack. Το «Sound of Silence» που ακούγεται στην ταινία, είναι ένα από τα πιο γνωστά και αγαπητά κομμάτια μέχρι σήμερα.
Δυστυχώς, αν και για τον Χόφμαν η ταινία ήταν μόνο η αρχή μια λαμπρής καριέρας, για την Μπάνκροφτ έγινε ταφόπλακα. Κανένας μελλοντικός ρόλος δεν κατάφερε να ξεπεράσει την επιτυχία της κυρίας Ρόμπινσον και η ηθοποιός ταυτίστηκε για πάντα με το χαρακτήρα της σέξι νοικοκυράς.
Η έμπειρη «πρωτάρα»
Η Αν Μπάνκροφτ συνέχισε την καριέρα της με πολλούς σημαντικούς ρόλους τόσο στη μεγάλη, όσο και στη μικρή οθόνη. Συμμετείχε σε αρκετές δουλειές του Μελ Μπρουκς, κέρδισε βραβεία, τραβούσε τα φώτα πάνω της με κάθε της δουλειά και κάθε της εμφάνιση. Ωστόσο, στις συνειδήσεις όλων παρέμενε για πάντα ως η γοητευτική κυρία Ρόμπινσον.
Ανάμεσα στις δουλειές της ξεχωρίζουν «Τα ταραγμένα χρόνια ενός γίγαντα», «Οι αιχμάλωτοι της δευτέρας λεωφόρου», «Να ζει κανείς ή να μη ζει;», η «Οδός Τσάρτζινγκ Κρος 84», αλλά και το χιουμοριστικό «Δράκουλας: Νεκρός και μ’ αρέσει» του Μελ Μπρουκς.
Έφυγε απότομα από τη ζωή τον Ιούνιο του 2005. Σχεδόν όσο απρόσμενα μπήκε στα σπίτια εκατομμυρίων ανθρώπων τη δεκαετία του ’60. Η Αν δεν είχε πει σε κανέναν ότι πάλευε με τον καρκίνο της μήτρας. Ακόμα και οι κοντινοί της φίλοι συγκλονίστηκαν όταν το έμαθαν. Ωστόσο, εκείνη έμεινε λαμπερή, χαμογελαστή και αψεγάδιαστη μέχρι το τέλος.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: YouTube
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Ο «Πρωτάρης». Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έχασε τον ρόλο επειδή «δεν είχε φάει ποτέ χιλόπιτα». Η κυρία Ρόμπινσον ουσιαστικά καταστράφηκε καλλιτεχνικά και η καριέρα του Ν. Χόφμαν απογειώθηκε
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr