Tου Περικλή Καπετανόπουλου δημοσιογράφου-ιστορικού
Ο Άμος Παμπαλόνι (Amos Παμπαλόνι) συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση Ιταλού αξιωματικού.
Έδωσε πρώτος την διαταγή να βληθούν τα γερμανικά μεταγωγικά πλοία, τα οποία προσπάθησαν να προσεγγίσουν το Αργοστόλι στις 13 Σεπτεμβρίου 1943
Η Πυροβολαρχία του Παμπαλόνι μετακινήθηκε κοντά στο χωριό Διλινάτα το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου και εκεί αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς.
Ο Άμος Παμπαλόνι διηγείται την…εκτέλεσή του:
«Στις 20 Σεπτεμβρίου, πήρα διαταγή να πάω με την μονάδα μου στα Διλινάτα. Ταχτοποιηθήκαμε σ’ έναν κάμπο και χωριστήκαμε στα τέσσερα. Το πρωί της άλλης μέρας, ο υπολοχαγός Τονιάτο έρχεται φωνάζοντας: “Οι Γερμανοί”!
“Είσαι τρελός;” – του είπα εγώ… Ήταν αδύνατον να σκεφτείς ότι θα μπορούσαν να φθάσουν εκεί τόσο γρήγορα.
Πιο νόημα θα έβγαζε να έλεγες ότι ήταν Ιταλοί… Και όμως… Μετά από κάποιο διάστημα μάχης και ενώ είχα ήδη τέσσερις τραυματίες από τους οποίους οι δυο βαριά, από μικρή απόσταση ο αρχηγός τους μου λέει στα άπταιστα ιταλικά “Μην πυροβολείτε! Δεν έχει νόημα! Άλλωστε μόνο με τους όλμους σας έχουμε στο χέρι, για αυτό καλύτερα να παραδοθείτε”!
Έκανα μια γρήγορη εκτίμηση της κατάστασης και αν και θα καταφέρναμε να σκοτώναμε δυο ή τρεις… μάταιο δεν θα ωφελούσε καθόλου! Μας είχαν στο χέρι… όντως ο αυστριακός είχε δίκιο. Ήταν αυστριακοί!
Τα ιταλικά τους δεν ήταν… Ιταλικά Ιταλών αλλά η γλώσσα που μιλούν οι αυστριακοί από το Τιρόλο!
Λίγο αργότερα, όλοι μας όρθιοι μαζί με τους τραυματίες, άρχισαν να μας αφαιρούν τα ρολόγια, τα πορτοφόλια, τα βραχιόλια και τις ζώνες…
Διαμαρτυρήθηκα στον λοχαγό τους. “Δεν είναι σωστό! Παραβιάζετε τις διεθνείς συνθήκες μεταχείρισης αιχμαλώτων”.
“Ναι, αλλά όχι των λιποτακτών και αλητών” απάντησε.
Στο χέρι κρατούσε ένα πιστόλι “Parabel”.
Ο Τονιάτο ξαφνικά φωνάζει στους άλλους “Παιδιά! Πείτε όλοι την νεκρώσιμη ακολουθία…”
“Μα τι κάνεις” του λέω, “Γιατί τους κατεβάζεις το ηθικό και τους πανικοβάλλεις;”
Ο κακόμοιρος ο Τονιάτο, από τα λίγα γερμανικά που ήξερε μάλλον κατάλαβε…
“Προχώρα” με διατάζει, κάνοντας νόημα με το χέρι που κρατούσε το πιστόλι.
Με το που κάνω ένα βήμα, ακούω ένα πυροβολισμό πίσω μου. Μόνο έναν και έπεσα κάτω χωρίς να καταλάβω τίποτα.
Με είχε πυροβολήσει στο κεφάλι αλλά η σφαίρα μπήκε από το σβέρκο μου, διαπέρασε το λαιμό και βγήκε μπροστά
περνώντας ξυστά από την καρωτίδα, ευτυχώς χωρίς να την ακουμπήσει.
Δεν καταλάβαινα τίποτα! Απλώς, ήμουν πνιγμένος στα αίματα!
Ξαφνικά ακούω το πολυβόλο και μετά φωνές “Μάμα, Μάμα! Θεέ, Θεέ μου, Θεέ μου…
Λίγο αργότερα άκουσα μεμονωμένους πυροβολισμούς. Ήταν οι χαριστικές βολές.
Αργότερα σιωπή και μετά τραγούδι καθώς αυτοί φεύγανε.
Εγώ φοβόμουν να κουνηθώ και δεν ήξερα ακόμη τι ακριβώς είχε γίνει! Ούτε και τη δική μου κατάσταση γνώριζα.
Είχα ακούσει πολλές ιστορίες, αλλά πραγματικά δεν καταλάβαινα αν ήμουν ζωντανός ή νεκρός…
Σύρθηκα και κρύφτηκα μέσα στους θάμνους. Μετά από δυο ώρες πέρασαν κάποιοι αντάρτες έψαχναν
ανάμεσα στα πτώματα για επιζώντες. Ήρθαν και σ’ εμένα. Άνοιξα τα μάτια μου.
Αισθανόμουν καλά και ήθελα να φύγω.
Ήμουν καλά από την άποψη ότι ήμουν ζωντανός, αλλά αισθανόμουν υπεύθυνος για τον θάνατο και των 80 αντρών του
πυροβολικού που διεύθυνα!
Βλέπεις, εγώ δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε και νόμιζα ότι, ότι συνέβη ήταν τιμωρία για εμάς,
επειδή οι Γερμανοί είχαν μάθει ότι εγώ είχα δώσει την διαταγή να χτυπήσουμε τα αποβατικά».
Ο Παμπαλόνι σε συνέντευξη του το 1991, αναφέρει ότι οι αντάρτες του έβαλαν φάρμακο στην πληγή και του επέδεσαν πρόχειρα το τραύμα, αλλά έφυγαν γρήγορα όταν ένας σύνδεσμος φώναξε «Γερμανοί, έρχονται οι Γερμανοί!».
Ξανακρύφτηκε στους θάμνους και σε λίγο έφτασε μια ομάδα Γερμανών στρατιωτών, που προχωρούσε σε φάλαγγα σε κατ’ άνδρα. Δεν τον είδαν και παρέμεινε κρυμμένος.
Σε λίγο πέρασε από εκεί ένας ο νεαρός βοσκός Ντίνος Παπαναστασάτος (Κουτρούλης).
Του έδωσε να πιει γάλα. Ο Παμπαλόνι όλη την μέρα παρέμεινε κρυμμένος από τον φόβο των Γερμανών οι οποίοι «χτένιζαν» την περιοχή αναζητώντας επιζώντες Ιταλούς.
Την νύχτα προχώρησε προς το χωριό Φαρακλάτα και χτύπησε την πόρτα στο πρώτο σπίτι που συνάντησε, του Χρήστου Βαρδαμαράτου(Ρέμπελου).
Εκεί άλλαξε τις μπότες και την στολή του με ένα πουκάμισο, ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι παπούτσια.
Την άλλη μέρα η γυναίκα του χωρικού που ονομαζόταν Ειρήνη ανέλαβε να του δείξει το δρόμο για το στρατιωτικό νοσοκομείο στο Αργοστόλι.
Ενώ βάδιζαν λίγο έξω από το χωριό συνάντησαν την νεαρή κόρη του παπά του χωριού Μαρίκα Κωνσταντάκη.
Η Μαρίκα μέλος της ΕΠΟΝ και του εφεδρικού ΕΛΑΣ του είπε ότι είναι επικίνδυνο να πάει στο Αργοστόλι, γιατί οι Γερμανοί όποιον Ιταλό συναντούν τον εκτελούν.
Πώς γλύτωσε τη δεύτερη εκτέλεση
Του πρότεινε να τον οδηγήσει στο σπίτι της. «Πάμε σπίτι μου. Ο πατέρας μου είναι ο παπάς των Φαρακλάτων. Ο αδελφός μου (Άγγελος) είναι αντάρτης. Εγώ είμαι αντάρτισσα. Πάμε στο σπίτι του πατέρα μου. Θα είσαι καλύτερα εκεί. Θα βρούμε έναν πραχτικό, δηλαδή τον γιατρό του χωριού, και θα σε κουράρει αυτός. Έλα σπίτι μου». Τελικά η Μαρίκα έπεισε τον Παμπαλόνι γύρισαν πίσω στο σπίτι του παπά των Φαρακλάτων.
Ο Παμπαλόνι στάθηκε για δεύτερη φορά τυχερός. Η επιμονή της νεαρής κόρης του παπά Διονύση να μην πάει στο νοσοκομείο του Αργοστολιού τον γλύτωσε από βέβαιη εκτέλεση για δεύτερη φορά. Όλη η οικογένεια του Κωνσταντάκη ήταν ολόψυχα δοσμένη στην Αντίσταση. Εκείνες τις μέρες οι Γερμανοί εκτέλεσαν όλους τους Ιταλούς αρρώστους και τραυματίες που βρήκαν στο νοσοκομείο.
Ο Ιταλός λοχαγός νοσηλεύτηκε αρκετές μέρες στο σπίτι του παπά. Πρώτα στο υπόγειο του σπιτιού και μετά σε μια καλύβα, λίγο ψηλότερα, που κρυβόταν από τους θάμνους. Όλο αυτό το διάστημα τον επισκεπτόταν ο πρακτικός γιατρός του χωριού Νίκος Κοσμάτος και φρόντιζε για την νοσηλεία του. Την τροφοδοσία του τραυματία λοχαγού είχαν αναλάβει τα εγγόνια του παπά Διονύση, Διονύσης και Βαγγελιώ, 9 και 10 χρονών αντίστοιχα, που λόγω ηλικίας δεν κινούσαν υποψίες.
Όταν οι διοικητές των ανταρτών του ΕΛΑΣ έμαθαν ότι ο Παμπαλόνι ζει, έστειλαν δυο αντάρτες με σημείωμα στον Άγγελο Κωνσταντάκη, να παραδώσει τον Ιταλό λοχαγό για να τον οδηγήσουν στο αρχηγείο των ανταρτών. Παρέμεινε με τους αντάρτες του νησιού λίγο καιρό και από εκεί διεκπεραιώθηκε με καΐκι στην Στερεά Ελλάδα, μέσω Ιθάκης.
Πράγματι, ο Παμπαλόνι σύντομα ενώθηκε με τους αντάρτες του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ και πήρε μέρος σε μάχες εναντίον των Γερμανών στην περιοχή της Αμφιλοχίας και του Αγρινίου.
Τον Σεπτέμβριο του 1944 επέστρεψε νικητής στο Αργοστόλι μαζί με τον καπετάνιο του ΕΛΑΣ Γεράσιμο Γρηγοράτο- Αστραπόγιαννο.
Μαζί του τότε είχε επιστρέψει και ο λοχαγός του 17ου Συντάγματος Πεζικού Pietro Bianchi, που είχε επιζήσει από τη σφαγή του 1943 στην Κεφαλλονιά.
Το γράμμα του ιερέα στον Ιταλό λοχαγό
1952.Ο πόλεμος έχει τελειώσει αρκετά χρόνια πριν και ο Άμος Παμπαλόνι λαμβάνει ένα γράμμα από την Κεφαλονιά. Αποστολέας, ο ορθόδοξος ιερέας του χωριού Φαρακλάτα Διονύσιος Κωνσταντάκης, o οποίος τον πληροφορεί σχετικά με την διαδικασία ανεύρεσης των οστών των εκτελεσμένων στρατιωτών της Πυροβολαρχίας του Παμπαλόνι στο χωριό Δειλινάτα, από ένα καθολικό ιερέα και ένα αξιωματικό του ιταλικού στρατού που είχαν έρθει για αυτό το λόγο στο νησί. Το συγκλονιστικότερο μέρος του γράμματος του ιερέα είναι μια και μόνη φράση: «Εγνωριστήκαμε σε ημέρες τραγικές και επικίνδυνες και δι΄αυτό θα μας συνδέει πάντοτε αληθινή φιλία. Η παπαδιά μου πάντοτε σας θυμάται και έχετε εκ μέρους της πολλά χαιρετίσματα…Με άπειρον αγάπην».
Η μανία των Γερμανών ξέσπασε στον γιο του παπά
Τι είναι άραγε αυτό που υπονοεί ο ιερέας ότι τους συνέδεσε για πάντα;
Όταν οι Γερμανοί έμαθαν, από τους δοσίλογους συνεργάτες τους στην Κεφαλονιά, ότι ο Παμπαλόνι δεν είναι νεκρός, αλλά νοσηλεύτηκε στο σπίτι του παπά των Φαρακλάτων και τώρα είναι στο βουνό, εξεμάνησαν. Έκαναν μπλόκο στο σπίτι, αλλά το «πουλάκι είχε πετάξει». Σύνδεσμος του ΕΛΑΣ είχε παραλάβει τον αντιφασίστα λοχαγό και τον είχε οδηγήσει στα ελεύθερα βουνά, όπου έδρευαν οι παρτιζάνοι του ΕΛΑΣ.
Αφού λοιπόν δεν βρήκαν τον Παμπαλόνι συνέλαβαν τον γιο του ιερέα Διονύσιο Κωνσταντάκη, αντάρτη του ΕΛΑΣ Άγγελο Κωνσταντάκη και τον κρέμασαν στις 24 Οκτωβρίου 1943, σε μια ελιά μπροστά στα μάτια του πατέρα του.
Αυτόν τον ακατάλυτο δεσμό επικαλείται ο ιερέας στην επιστολή του.
Το αίμα του γιου του Άγγελου Κωνσταντάκη είχε σφραγίσει με τραγικό τρόπο την φιλία τους.
Πολλά χρόνια αργότερα ο Παμπαλόνι σε συνέντευξη του είχε ομολογήσει ότι :”Ο γιος του ιερέα, με συνόδευσε να φύγω από το χωριό και όταν οι Γερμανοί το γνώρισαν, τον κρεμάσανε».
Η προδοσία για 20 οκάδες αλεύρι κι ένα λάστιχο αυτοκινήτου
Μετά την αναχώρηση του Παμπαλόνι από τα Φαρακλάτα για το αρχηγείο των ανταρτών, κάτοικος του χωριού (Δ.Κ) πήγε στον διερμηνέα των Γερμανών που είχαν εγκαταστήσει την διοίκηση τους στο κτίριο της εκκλησίας, και με αντάλλαγμα 20 οκάδες αλεύρι και ένα λάστιχο αυτοκινήτου, κατέδωσε τον Άγγελο Κωσταντάκη, ότι αυτός βοήθησε τον καταζητούμενο Ιταλό λοχαγό και επιπλέον συγκέντρωνε όπλα και τα προωθούσε στους αντάρτες. Οι Γερμανοί κάλεσαν, μέσω του Έλληνα διερμηνέα τους, τον γιο του παπά για μια «τυπική ανάκριση».
Όταν ο Άγγελος Κωνσταντάκης πήγε, τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν. Αρνήθηκε να αποκαλύψει τους συνεργάτες του στην περισυλλογή των ιταλικών όπλων, τον οδηγό που με το αυτοκίνητο του τα μετέφερε στο βορεινό τμήμα του νησιού, καθώς και την αντιστασιακή οργάνωση του χωριού. Έμεινε φυλακισμένος και βασανιζόμενος αρκετές μέρες. «Κάντε ότι έχετε να κάνετε, από μένα δεν θα μάθετε τίποτα» απαντούσε στους βασανιστές του. Η απόφαση του Γερμανού διοικητή, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε από την ανωτέρα γερμανική διοίκηση, ήταν η καταδίκη του Άγγελου Κωνσταντάκη σε θάνατο για απαγχονισμού.
Ο αποχαιρετισμός του πατέρα στον γιο
Λίγη ώρα πριν την εκτέλεση του, ο ιερέας Διονύσιος Κωνσταντάκης φόρεσε τα άμφια του και πήγε να δώσει στον μελλοθάνατο την Θεία Κοινωνία. Όταν μπήκε στο κελί που τον είχαν φυλακισμένο αντίκρυσε τον γιο του γονατισμένο, με τα χέρια δεμένα πίσω.
Τα χέρια του πατέρα-ιερέα έτρεμαν, χρειάστηκε βοήθεια για να μπορέσει να μεταλάβει τον ήρωα ΕΠΟΝίτη, που ψύχραιμος παρηγορούσε τον συντετριμμένο πατέρα του: Μην τρέμεις πατέρα. Σκέψου ότι σκοτώθηκα στον πόλεμο στην Αλβανία. Σκέψου ότι πέθανα τότε!».
Στην συνέχεια, ένας-ένας όλα τα μέλη της οικογένειας μπήκαν στο κελί και τον αποχαιρέτησαν.
«Λίγα λεπτά κράτησε ο αποχαιρετισμός», λέει ο αυτόπτης μάρτυρας Διονύσης Κωνσταντάκης, τότε 9 ετών και ανιψιός του.
«Μετά οι Γερμανοί μας έδιωξαν από το κελί. Ήρθε γερμανική φρουρά να τον οδηγήσει στο τόπο της εκτέλεσης.
Η παλιά κιτρινισμένη φωτογραφία του Άγγελου Κωνσταντάκη, που κρατά με συγκίνηση στα χέρια του ο ανιψιός του Διονύσης Κωνσταντάκης, γράφει: «Απηγχονίσθη υπό των απαισίων Γερμανών την 24 Οκτωβρίου 1943, υπό την κατηγορίαν ότι μετέφερε όπλα εις τας εθνικάς ανταρτικάς δυνάμεις επιβουλεύων το Γερμανικόν Στρατόν. Αιωνία η μνήμη αυτού».
Η εκτέλεση
Ο Διονύσιος Κωνσταντάκης, εγγονός του ιερέα, κάτω από την ελιά που απαγχονίστηκε από τους Γερμανούς ο θείος του Αγγελος Κωνσταντάκης, αντάρτης του ΕΛΑΣ,
Οι Γερμανοί συγκέντρωσαν όλο το χωριό στο σημείο της εκτέλεσης. Έδωσαν εντολή και χτύπησε η καμπάνα. Ο Άγγελος Κωνσταντάκης οδηγήθηκε εν μέσω ισχυρής φρουράς από την φυλακή του στην ελιά, που οι Γερμανοί είχαν περάσει την θηλιά σε ένα από τα κλωνάρια της.
Καθώς βάδιζε προς τον τόπο της θυσίας του, είδε τον μικρό του ανιψιό Διονύση, να κλαίει και τον παρηγόρησε: «Μην κλαις Νιόνιο μου».
Κάτω από την ελιά ο πρόεδρος της κοινότητας διάβασε την καταδικαστική απόφαση. Τον ανέβασαν σε ένα μικρό ξύλινο τραπέζι.
Σήμερα στη θέση της θηλιάς, κρέμεται ένας μικρός σιδερένιος σταυρός.
Η θηλιά κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του. «Χωριανοί συγχωρέστε με, και εγώ σας συγχωράω. Έχετε γεια», είπε ο μελλοθάνατος αντάρτης. Και λέγοντας αυτές τις λέξεις πέρασε μόνος του την θηλιά στον λαιμό του. Τότε ένας Γερμανός στρατιώτης που βρισκόταν δίπλα του, έδωσε μια κλωτσιά στο τραπέζι και το σώμα του ήρωα βρέθηκε στον αέρα. Οι Γερμανοί τον άφησαν εκεί κρεμασμένο για δύο μέρες, για παραδειγματισμό και εκφόβηση των χωρικών που βοηθούσαν τους διασωθέντες και κρυπτόμενους Ιταλούς και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Κάθε πρωί κάτοικοι των Φαρακλάτων αφήνουν ένα μπουκέτο κόκκινα λουλούδια, στη ρίζα της ελιάς που εκτελέστηκε ο Άγγελος Κωνσταντάκης.
Η ομολογία του προδότη
Την επομένη μέρα από την εκτέλεση ο διοικητής των Γερμανών κάλεσε τον μεγάλο αδελφό του εκτελεσμένου, Σπυρανδρέα Κωνσταντάκη στο γραφείο του. «Όλοι νομίζαμε ότι θα εκτελέσουν και τον πατέρα μας» διηγείται ο γιος του Διονύσης Κωνσταντάκης και προσθέτει: «Στο σπίτι υπήρξε μεγάλη αναστάτωση. Κλαίγαμε όλοι. Ο πατέρας μου όμως πήγε. Ο Γερμανός διοικητής του έδωσε το χέρι και του είπε : Τα συλλυπητήρια μου. Η ευθύνη όμως δεν είναι δικιά μας. Γιατί ο γερμανικός νόμος λέει ότι θα τιμωρείται με θάνατο όποιος πολεμήσει τον γερμανικό στρατό. Το φταίξιμο είναι των δικών σας». Τα λόγια του Γερμανού αξιωματικού μαθεύτηκαν στο χωριό και όλοι ήταν σίγουροι πως υπήρξε προδοσία της αντιστασιακής δράσης του Άγγελου Κωνσταντάκη, από άτομο που ζούσε στο ίδιο χωριό και γνώριζε πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά κανείς δεν ήξεραν ποιος είναι.
Τρία χρόνια μετά το περιστατικό αυτό, η ταυτότητα του καταδότη αποκαλύφθηκε τυχαία το 1946, κατά την διάρκεια ενός χαρτοπαίγνιου στο καφενείο του χωριού Φαρακλάτα,όταν λογομάχησε ο διερμηνέας των Γερμανών με ένα χωρικό. Πάνω στον καυγά ο διερμηνέας φώναξε : «Μιλάς εσύ που πρόδωσες τον γιό του παπά;». Ο παπά Διονύσης που καθόταν σε μια γωνιά του καφενείου άκουσε τον διάλογο κατέβηκε στο Αργοστόλι και υπέβαλλε μήνυση στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, στο άτομο που κατέδωσε τον γιο του καθώς και τον διερμηνέα των Γερμανών.
Δικάστηκαν ο μεν καταδότης σε 12 χρόνια φυλακή και ο διερμηνέας των Γερμανών σε δυόμιση χρόνια.
Ο καταδότης βγήκε από την φυλακή, μετά λίγα χρόνια, αλλά δεν ξαναγύρισε ποτέ στο χωριό του. Ο φόβος της εκδίκησης από την οικογένεια του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, τον οδήγησε να εγκατασταθεί στην Αθήνα και να χαθεί στην ανωνυμία της μεγάλης πόλης. Στο χωριό του επέστρεψε μόνο νεκρός το 1976 και ετάφη στο νεκροταφείο των Φαρακλάτων, λίγα μέτρα πιο πέρα από τον τάφο του ήρωα ΕΠΟΝίτη Άγγελου Κωνσταντάκη.
Η περίπτωση της οικογένειας Κωνσταντάκη δεν είναι η μοναδική. Αξιοθαύμαστη υπήρξε η συμβολή πολλών Κεφαλονιτών στη φιλοξενία των μέχρι τότε εχθρών Ιταλών στρατιωτών, παρόλο που ήξεραν ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την εκτέλεση όλων των μελών της οικογένειας. Ένας από αυτούς που έκρυψε Ιταλούς ήταν και ο Γεράσιμος Βαλλιανάτος, κουρέας από το Αργοστόλι, που πιάστηκε από τους Γερμανούς και απαγχονίστηκε στο Φανάρι στις 29 Δεκεμβρίου 1943.
Tου Περικλή Καπετανόπουλου δημοσιογράφου-ιστορικού
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr