Οι Αιγές αποτέλεσαν τη βασιλική μητρόπολη των Μακεδόνων. Το ανάκτορο του Φιλίππου Β’ ήταν το θαύμα των ελληνιστικών χρόνων, λεηλατήθηκε μέσα στο χρόνο, αλλά αποκαταστάθηκε. Σήμερα θεωρείται ο «Παρθενώνας» της Μακεδονίας.
Από τις 7 Ιανουαρίου 2024, το ανάκτορο είναι πλέον επισκέψιμο για το κοινό, έπειτα από εργασίες αποκατάστασης 16 ετών. Πρόκειται για το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας.
Το οικοδόμημα, με έκταση 15.000 τετραγωνικών μέτρων, άρχισε να κατασκευάζεται στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Ο Φίλιππος δεν πρόλαβε να δει το κτίριο ολοκληρωμένο. Οι εργασίες τελείωσαν το 336 π.Χ., όταν δολοφονήθηκε, ενώ έμπαινε στο ανοιχτό θέατρο της Πέλλας.
Το μέγα περιστύλιο των Αιγών αποτέλεσε το πρώτο στο είδος του. Διέθετε 16 κίονες δωρικού ρυθμού, είχε έκταση 4.000 τετραγωνικών μέτρων και χωρητικότητα 8.000 ατόμων. Λόγω του μεγέθους του μπορούσε να λειτουργήσει ως τόπος συνάθροισης των Μακεδόνων.
Εκεί, ο Μέγας Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς, ενώ έθαψε τον πατέρα του στην βασιλική νεκρόπολη των Αιγών. Από εκεί ξεκίνησε την μεγάλη εκστρατεία που τον έκανε κοσμοκράτορα.
Οι νέες τάσεις και τα ρεύματα που γεννήθηκαν στο περιβάλλον του Φιλίππου Β΄μεταλαμπαδεύτηκαν από τον Αλέξανδρο στον νέο κόσμο τον ελληνιστικό.
Το ανάκτορο χαρακτηρίζεται για την πολυτέλεια των υλικών του και είναι χτισμένο στο άστυ των Αιγών, σε ένα υπερυψωμένο σημείο της πλαγιάς. Το τεράστιο κτήριο –το μεγαλύτερο της κλασικής Ελλάδας, τριπλάσιο από τον Παρθενώνα- ήταν ορατό από ολόκληρη την λεκάνη της Μακεδονίας.
Το κτήριο ήταν πρωτοποριακό για την εποχή του και αποτελούσε τοπόσημο δύναμης και ομορφιάς
Το ανάκτορο καταστράφηκε παραδειγματικά στα μέσα του 2ου αι.π.Χ., μετά την οριστική κατάλυση του βασιλείου από τους Ρωμαίους του Μέτελλου, το 148 π.Χ. Οι Αιγές ξέπεσαν και σιγά-σιγά ξεχάστηκαν. Ώσπου το 1977 η σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου χάρισε στον τόπο ξανά το όνομά του και η ιστορία της Μακεδονίας άρχισε να ξαναγράφεται.
Πιθανότατα κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Πύθεο που είναι γνωστός για την συμμετοχή του στην κατασκευή του Μαυσωλείου, αλλά και για την συνεισφορά του στην εξέλιξη της πολεοδομίας και της θεωρίας των αναλογιών.
Το κτίριο είχε διάφορες λειτουργίες. Μεταξύ άλλων εκτελούσε χρέη δικαστηρίου, διέθετε πρόπυλο, που παραπέμπει σε ιερό, βιβλιοθήκη, παλαίστρα και ανδρώνες διακοσμημένους με ψηφιδωτά. Επιπλέον, στέγαζε τη «θόλο» του Πατρώου Ηρακλή.
Το ανάκτορο των Αιγών, αν και δεν ήταν η κατοικία του βασιλιά, ήταν συνυφασμένο με την πολύπλευρη βασιλική εξουσία. Εκεί, πραγματοποιούταν ο «βασιλικός πότος», δηλαδή τα βασιλικά συμπόσια των Μακεδόνων, που αποτελούσαν βασικό πολιτικό θεσμό.
Το συγκρότημα αποτέλεσε έμπνευση και για άλλα έργα. Οι δύο διώροφες στοές της πρόσοψης του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπο για τη Στοά του Αττάλου.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο οικοδόμημα της κλασικής Ελλάδας.
Όπως δήλωσε η σπουδαία αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδη στην «Καθημερινή», το ανάκτορο «είναι ένας συγκερασμός των δημοκρατικών θεσμών των πόλεων και της βασιλικής εξουσίας, που μας δείχνει αυτό που ο Φίλιππος καλλιεργεί ως εικόνα: ότι ο βασιλιάς είναι ένας, μεταξύ ίσων».
«Δεν υπήρχε τίποτα στη θέση του, ήταν όλα μετακινημένα. Το μνημείο χρησιμοποιήθηκε ως νταμάρι και από τους πρόσφυγες του 1922 και υπήρχε κυριολεκτικά ένα χάος. Έπρεπε, σαν να ήταν κομμάτια ενός αγγείου, να εντοπίσουμε και να συσχετίσουμε σπονδύλους κιόνων, κιονόκρανα, θραύσματα από επιστύλια, ζωφόρους κ.ά.
Καταγράψαμε 30.000-40.000 κομμάτια, που έπρεπε να βρουν την πραγματική τους θέση. Πλέον, όμως, το μνημείο είναι αναστηλωμένο με ορθότητα εκατοστού», ανέφερε η προϊσταμένη εφορείας αρχαιοτήτων Ημαθίας,
Το έργο συντήρησης, στερέωσης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του μνημείου που πραγματοποιήθηκε από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας με αυτεπιστασία. Διήρκεσε από το 2007 μέχρι το 2023 ως συγχρηματοδοτούμενο έργο διαδοχικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων, με συνολικό προϋπολογισμό 20.300.000 ευρώ.
Το έργο επεκτάθηκε στο σύνολο της έκτασης του μνημείου (15.000 τ.μ.) και στον περιβάλλοντα χώρο αυτού σε συνολική έκταση περ. 25.000 τ.μ.
Έγινε εκ νέου αποκάλυψη των λειψάνων, ανασκαφή και στρωματογραφική τεκμηρίωση, συντήρηση και συστηματική καταγραφή όλων των κινητών ευρημάτων και των λίθινων αρχιτεκτονικών μελών (πολλές δεκάδες χιλιάδες), τεκμηρίωση και στερέωση των σωζόμενων στοιχείων στην θέση τους, συντήρηση και αισθητική αποκατάσταση των ψηφιδωτών και των μαρμαροθετημάτων των δαπέδων (περ. 1.400 τ.μ.), στερέωση, συμπλήρωση και αποκατάσταση θεμελιώσεων και υποβάσεων, αναστήλωση κιονοστοιχιών επιτόπου και αναστήλωση τμήματος του άνω ορόφου της πρόσοψης στο αίθριο του μουσείου, καθώς και το μεγάλο έργο αντιστήριξης του πρανούς πάνω στο οποίο βρίσκεται το μνημείο.
Οι Αιγές ως το «λίκνο των Τημενιδών»
Σύμφωνα με την παράδοση, στα μέσα του 7ου αιώνα, ο απόγονος της γενιάς του Ηρακλή Περδίκκας Α’, ένας Δωριέας από το Άργος, έγινε βασιλιάς των Μακεδόνων και οι Αίγες αποτέλεσαν το λίκνο των Τημενίδων, το οποίο έμεινε στην εξουσία για πάνω από τρεις αιώνες. Από εκεί ο Φίλιππος Β΄ και ο Μέγας Αλέξανδρος κυρίευσαν τους Μακεδόνες.
Η περιοχή γνώρισε μεγάλη ακμή. Όσο βρισκόταν στη βασιλεία ο Αλέξανδρος Α΄(498-454 π.Χ.), η πόλη ήταν σημαντικότατο κέντρο. Στα χρόνια βασιλείας του Αρχέλαου (413-399 π.Χ.), οι Αιγές ήταν μέρος που προόδευσαν μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο σπουδαίος Ζεύξις, που στόλισε το νέο ανάκτορο του βασιλιά και ο Ευριπίδης, που έγραψε τραγωδίες του.
Σημαντική αναγνώριση γνώρισε η περιοχή, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Φίλιππος Β΄, ο οποίος έδωσε νέα «πνοή» στην περιοχή, με το οικοδομικό του πρόγραμμα και τους διανοούμενους που είχε πλάι του.
Αγγελική Κοτταρίδη. Η «ψυχή» του Πολυκεντρικού Μουσείου Αιγών
Επιστημονικά και διοικητικά υπεύθυνη του έργου σε όλες τις φάσεις ήταν η Δρ Αγγελική Κοτταρίδη, αρχαιολόγος και επιβλέποντες της τελικής φάσης ήσαν οι: Ολυμπία Φελεκίδου, πολιτικός μηχανικός-αναστηλώτρια, Κική Κυρηττοπούλου, αρχιτέκτων, Εύα Κοντογουλίδου, αρχαιολόγος, Κώστας Τζίμπουλας, συντηρητής αρχαιοτήτων, Γιώργος Κωνσταντινόπουλος, εργατοτεχνίτης.
Ο αριθμός των εργαζομένων ΙΔΟΧ κυμάνθηκε από 70-160.
Η κορυφαία αρχαιολόγος εδώ και 45 χρόνια δουλεύει ακατάπαυστα για το Πολυκεντρικού Μουσείου Αιγών, ένα τιτάνιο έργο, που περιλαμβάνει το ανάκτορο του Φιλίππου Β’, τη Βασιλική Ταφική Συστάδα των Τημενιδών και το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων.
Βρέθηκε στο χώρο ενώ σπούδαζε αρχαιολογία στη Θεσσαλονίκη και έκανε ως φοιτήτρια την πρακτική της άσκηση στη Βεργίνα πλάι στον Μανόλη Ανδρόνικο, καθηγητή του ΑΠΘ. Τότε, η περιοχή δεν είχε ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, καθώς οι περισσότεροι προτιμούσαν ανασκαφές στο Δίον ή στο Σέσκλο. Ωστόσο, αυτό άλλαξε με την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου Β΄.
Το 1989, η Κοτταρίδη επιλέχθηκε πρώτη στο διαγωνισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και διορίστηκε επιμελήτρια σε Ημαθία – Βεργίνα. Σήμερα, αποτελεί Έφορος Αρχαιοτήτων Ημαθίας.
Έχει κάνει ανασκαφές σε περισσότερους από 1.500 τάφους σε όλη την ελληνιστική οικουμένη, ενώ έχει διασώσει μνημεία της αρχαίας, ελληνιστικής, βυζαντινής κα οθωμανικής περιόδου.
Πηγή εικόνων: Υπουργείο Πολιτισμού
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr