γράφει ο Σπύρος Κουζινόπουλος
Στις 16 Ιουλίου 1946 στον «συνήθη τόπον εκτελέσεων» πίσω από το Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης, ανοίγει η αυλαία του αίματος της περιόδου του εμφυλίου πολέμου, καθώς γίνονται οι πρώτες δύο εκτελέσεις της καταραμένης πολυαίμακτης εκείνης περιόδου.
Τουφεκίζονται οι καταδικασμένοι με συνοπτικές διαδικασίες, αγρότες από το Περιστέρι Κιλκίς, Θεοχάρης Σαπρανίδης και Γιώργος Καλέμος.
Προκειμένου να στηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, με βάση το περιβόητο Γ’ Ψήφισμα «περί εκτάκτων μέτρων ασφαλείας», έφτανε η κατάθεση στο Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, ένα ακριβώς μήνα νωρίτερα, στις 12-6-1946, του αγροφύλακα Χρ. Χαραλαμπίδη.
Κατέθεσε ότι τέσσερα όπλα με λίγες σφαίρες που είχαν βρεθεί πεταμένα σε χωράφι της περιοχής «ανήκον εις τους κατηγορουμένους, τούτο δε συμπεραίνω, αφ’ ενός διότι οι δύο πρώτοι ήσαν πρώην ελασίται, αφ’ ετέρου δε διότι υπήρχον πολλαί ενδείξεις ότι ούτοι ετέλουν εις επαφήν μετά της συμμορίας του καπετάν Βοργιά, η οποία δρα στις την περιφέρειαν Κιλκίς».
Έτσι λοιπόν, χωρίς στοιχεία, δίχως αποδείξεις, παρά μόνο με εικασίες και ισχυρισμούς περί «ενδείξεων», οι δύο 35χρονοι αγρότες εκτελέστηκαν, καθώς το δικαστήριο σκοπιμότητας έκρινε πως «ούτοι ετέλουν εις επαφήν» με «συμμορία», αν και στη γύρω περιοχή δεν είχε συμβεί καμιά σύγκρουση ή επεισόδιο.
Το ολοσέλιδο ρεπορτάζ της Μακεδονίας
Είναι συγκλονιστική η περιγραφή της εκτέλεσης του Θεοχάρη Σαπρανίδη και του Γιώργου Καλέμου, όπως δημοσιεύθηκε την επομένη, 17 Ιουλίου 1946, στην εφημερίδα Μακεδονία σε ολοσέλιδο ρεπορτάζ, το οποίο παραθέτουμε στη συνέχεια:
«5 και 30΄. Ο ήλιος έχει ήδη ανεβή επάνω απ’ τον Χορτιάτη και χρυσώνει τον ουρανό. Το πρώτο αυτοκίνητο με το απόσπασμα καταφθάνει. Ήδη έχει έλθει και η χωροφυλακή, άνδρες της οποίας κατέλαβον θέσεις σ’ όλον τον δρόμο από τις φυλακές έως τον τόπο της εκτελέσεως […]
5 και 40΄. Οι μελλοθάνατοι βγαίνουν. Με κόπο κρατιένται στα πόδια τους. Διασκελίζουν την εξώπορτα –τόσο μεγάλη πόρτα κι όμως πόσο δύσκολα την περνά κανείς για να βγη!… Για μια στιγμή στέκονται. Είνε και οι δυο κατάχλωμοι. Συντετριμμένοι. Έχουν τα χέρια τους δεμένα εμπρός. Ο Σαπρανίδης με χειροπέδες, ο Καλέμος με ένα καλώδιο από ηλεκτρικό. Και οι δυο νέοι, έως 35 χρονών. Ο Σαπρανίδης αμίλητος, σκυφτός, κυττάζει μπροστά του. Φαίνεται σαν να τάχη χαμένα. Ο Καλέμος, πιο ψηλός, μόλις στάθηκαν, χωρίς να κυττάζη κατάματα κανέναν αρχίζη να μιλά: – Αδέλφια! Άδικα θέλετε να μας σκοτώσετε… Είμαστ’ αθώοι… άδικα… Σταθήτε να το εξετάσουμε το ζήτημα… Να φέρουμε όλο το χωριό… Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα… […]
Σε δέκα λεπτά η συνοδεία έχει φθάσει. Τελευταίος έρχεται ο παπάς βαστώντας το θυμιατό στα χέρια και μουρμουρίζοντας την νεκρώσιμη ακολουθία […]
Είναι ένας τόπος πίσω –προς τ’ ανατολικά– των φυλακών, που αναδιπλώνεται ελαφρά σε λόφους μικρούς και μεγαλύτερους με λίγο χώμα και περισσότερη πέτρα. Μια ελαφρή χαράδρα κόβει έναν απ’ αυτούς τους λόφους από έναν άλλον μικρότερόν του όπου αρκετοί σταυροί ξύλινοι φαντάζουν πένθιμα: Είνε το νεκροταφείον των εκτελουμένων καταδίκων. Η συνοδεία συνεχίζει προς τα εκεί την πορεία της από ένα ελικοειδές μονοπάτι. Από μακρυά φαίνονται οι δυο κατάδικοι που χτυπάνε τον κασμά και φτυαρίζουν το χώμα […]
5 και 50΄. Σε μια απότομη κατάβαση του εδάφους στήνονται οι μελλοθάνατοι όρθιοι, με μέτωπο τον Θερμαϊκό που τώρα λαμποκοπά κάτω απ’ τον πρωινό καλοκαιρινό ήλιο σαν ασημένιο πιάτο. Απέναντί τους, στο νεκροταφείο, πενήντα μέτρα πιο κάτω, οι δυο κατάδικοι συνεχίζουν βιαστικά το έργο τους. Ο κασμάς γοργά χτυπά τη γη, που θα κρύψη έπειτ’ από λίγο μια μεγάλη ντροπή: Την ντροπή δυο Ελλήνων που θέλησαν να εξοντώσουν άλλους Έλληνας. Και λίγο πιο εδώ, δέκα μέτρα σχεδόν από τους δύο μελλοθάνατους παρατάσσεται το απόσπασμα, υψώνει το ανάστημά της η Ελλάς που θέλει να ζήση […]
Αίφνης ο επί κεφαλής αξιωματικός παραγγέλλει “παρουσιάστε!”.
Ο Καλέμος παύει να ομιλή, το απόσπασμα παρουσιάσει όπλα κι ο Βασιλικός Επίτροπος διαβάζει την απόφαση. Η σιγή είνε απόλυτη, νεκρική […]
Η ώρα είναι 6η πρωινή. Η ζωή αρχίζει κάτω, στην πόλη. Θολός και συγκεχυμένος ακούεται έως εκεί επάνω ο βόμβος της. Τα τραμ κινούνται σαν μυθικά φίδια στις δυο αρτηρίες της. Ένα πανάκι ολόλευκο αρμενίζει στο βάθος της θάλασσας χαρωπά, φουσκωμένο απ’ το πρωινό αεράκι […]
Ο επί κεφαλής αξιωματικός δίνει το παράγγελμα “παρά πόδα” κι’ ευθύς κατόπιν “πυρ κατά βούλησιν γονυπετώς» […] Έξαφνα μια ομοβροντία εδόνησε την ατμόσφαιρα και δύο κορμιά ξαπλώθηκαν κατά γης ανάσκελα, ανάμεσα στη σκόνη που σήκωσαν πέφτοντας στη γη και στους καπνούς των 24 όπλων του εκτελεστικού. Δυο στρατιώτες βγαίνουν από το απόσπασμα. Ο ένας σκοπεύει στο κεφάλι του Σαπρανίδη και δίνει τη χαριστική βολή.
Ο άλλος πλησιάζει τον Καλέμο. Είνε ακόμη ζωντανός και συνεχίζει τις διαμαρτυρίες του ανάμεσα σε βόγγους. – Ωχ! Αδέλφια άδικα!…
Μια ριπή ακόμη στο κεφάλι και τον απαλλάσσει από το μαρτύριο της παρατάσεως της επιθανατίου αγωνίας. Πλησιάζει ο γιατρός και πιστοποιεί τον θάνατο. Κι’ ύστερα το απόσπασμα με μια διπλή αλλαγή κατευθύνσεως επ’ αριστερά περνά εμπρός από τα πτώματά των και φεύγει».
Πηγή: Φάρος του Θερμαϊκού
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Ακούστε πως ήταν το αρχικό τραγούδι που λογοκρίθηκε και παρουσιάστηκε ως ερωτικό. Γράφτηκε από τον Καλδάρα για τους πολιτικούς κρατούμενους που υπέφεραν στο Γεντί Κουλέ (βίντεο)
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr