Τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, το Νοέμβριο του 1973, αποτέλεσαν την κορύφωση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος και της μαζικής αμφισβήτησης του καθεστώτος της Χούντας.
Η κατάληψή του είχε τα χαρακτηριστικά λαϊκής εξέγερσης και εξέφρασε το αίτημα για αποκατάσταση και κυρίως εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την εξέγερση, η «Μηχανή του Χρόνου» συγκέντρωσε και παραθέτει αποσπάσματα από 5 μαρτυρίες, η καθεμία από τις οποίες “φωτίζει” διάφορες πτυχές εκείνων των ημερών.
1. «Ήταν η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου» – Άλμπερτ Κουράντ, Ολλανδός δημοσιογράφος, ανταποκριτής της ολλανδικής και βελγικής τηλεόρασης στην Αθήνα που τράβηξε το φιλμ των 35 δευτερολέπτων με την εισβολή του τανκ
«Η δική μου η συνείδηση δεν μου είχε επιτρέψει να είμαι παθητικός. Έκανα, επί Χούντας, πράγματα που δεν κάνει ένας δημοσιογράφος, που πρέπει να είναι ουδέτερος […] Μάζευα λεφτά για τους ανθρώπους που είχαν υποφέρει από τη δικτατορία, που έβγαιναν από τη φυλακή και δεν είχαν δραχμή […]
Στην κατάληψη της Νομικής άρχισαν να χτυπάνε ανθρώπους και εμένα με πιάσανε και, αφού με δείρανε πολύ, με βάλανε σε μια κλινική, εκεί απέναντι από την ΕΣΑ, στην Βασιλίσσης Σοφίας. Ήρθαν και μου κάνανε ανάκριση. Με ρωτούσαν: «Τι θα κάνουνε οι φοιτητές τώρα;». «Δεν ξέρω εγώ, δεν με έχουν ειδοποιήσει τι θα κάνουν», απαντούσα […]
Το Νοέμβριο στο Πολυτεχνείο, είχα νοικιάσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ». Ήταν η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, ήταν άνθρωποι με πολύ θάρρος, δεν ήταν μόνο φοιτητές, ήταν μικρά παιδιά 12-15 ετών, ο Κομνηνός. Καμιά φορά που το σκέφτομαι, συγκινούμαι […]
Ύστερα ήρθαν τα τανκς, έμοιαζαν με φοβερά τέρατα, όπως άναψαν τα φώτα τους. Έτσι όμως μπόρεσα να τραβήξω το φιλμ, χωρίς το φως τους δεν θα είχε γίνει ποτέ αυτό το φιλμ. Την επόμενη μέρα, δεν μπορούσα να φύγω από το ξενοδοχείο και κρύφτηκα εκεί […] Τηλεφώνησα στην ολλανδική πρεσβεία και είπα: «Κάντε μου μια χάρη, ελάτε να με πάρετε». Και ήρθε ένα μεγάλο αυτοκίνητο με τη σημαία πάνω και με πήρανε […]
Μετά με φώναξε ένας αστυνομικός και μου είπε: «Πρέπει να φύγετε από την Ελλάδα, το έχετε παρακάνει». Λέω: «Τι έχω κάνει;». Έκανα τον ανήξερο. “Εσύ το ξέρεις πολύ καλύτερα από μένα και να φύγεις, γιατί θα σε συλλάβουμε πάλι και δεν θα περάσεις ωραία”».
2. «Θυμάμαι ένα παλικάρι, φοιτητή, χτυπημένο από σφαίρα στην καρωτίδα» – Αντωνία Χαρίτου, φοιτήτρια Ιατρικής και μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ που βρισκόταν στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου
«Την τρίτη ημέρα [σ.σ.: 16 Νοεμβρίου] τα πράγματα αγρίεψαν, έδειχναν φανερά ότι δεν θα κυλήσουν ομαλά. Τότε έγινε μεθοδευμένη και οργανωμένη δουλειά, κινητοποιηθήκαμε για φαρμακευτικό υλικό, κυρίως με εκκλήσεις από το ραδιοφωνικό σταθμό. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη, συγκινητική […]
Το απόγευμα της Παρασκευής [σ.σ.: 17 Νοεμβρίου] […] άρχισαν να μας φέρνουν τους πρώτους τραυματίες. Τώρα μπαίναμε στα δύσκολα, δεν ήταν πια τα απλά – η επίδεση μικροτραυμάτων, οι βαζελίνες για τα μάτια, τα παυσίπονα, κ.λπ.. Τα χάσαμε κυριολεκτικά. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, ό,τι είχαμε διαβάσει και σοφιζόμαστε. Χωρίς καμία ιατρική πείρα, κάναμε τους γιατρούς, χωρίς να είμαστε γιατροί.
Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Είχαμε ανθρώπους με βαριές κακώσεις, τραυματίες από πυροβολισμούς, νεκρούς. Θυμάμαι ένα παλικάρι, φοιτητή, χτυπημένο από σφαίρα στην καρωτίδα. Δεν μπορούσα, δεν γινόταν πια να προσφέρω καμία βοήθεια. Ήταν νεκρό. Απλά πήρα την ταυτότητά του και την έδωσα στην κοπέλα που ήταν μαζί του.
Θυμάμαι ένα άλλο παιδί, με ανοιχτό κάταγμα, είχε χτυπηθεί από σφαίρα στην κνήμη, με κομμένα το κόκαλο και τα μαλακά μόρια, με το πόδι που κρεμόταν. Τα περιστατικά πολλά και συνεχή, το ένα μετά το άλλο […] Ευτυχώς, στην κρίσιμη εκείνη φάση των σοβαρά τραυματισμένων, πήραν στα χέρια τους την κατάσταση κάποιοι γιατροί που μας ήρθανε ξαφνικά, πάνω στην ώρα […]
Θυμάμαι έναν από τους δύο ανώνυμους γιατρούς του ΚΑΤ να σπάει με κλωτσιές μα διπλανή πόρτα και τα κομμάτια της να τα χρησιμοποιεί για νάρθηκα, να μπαντάρει πόδια και χέρια […] Όπως μαθαίναμε από πληροφορίες, βγαίνοντας από το Πολυτεχνείο, όπου υπήρχαν μπλόκα και αναγκαστικά τα ασθενοφόρα έκοβαν ταχύτητα, τα σταματούσαν οι αστυνομικοί, μπαίνανε μέσα και χτυπούσαν τους τραυματίες. Συχνά τους κατέβαζαν στο δρόμο με τα φορεία και τους κλωτσοπατούσαν»
3. «Είμαστε από την Ασφάλεια! Συλλαμβάνεστε!» – Ιωάννα Παπαθανασίου, κόρη του Πρύτανη του ΕΜΠ, Κωνσταντίνου Κονοφάγου
«Ο πατέρας μου […] έβλεπε ότι οι νέοι δεν είναι δυνατόν να κάνουν πίσω και ήταν διατεθειμένος να τους συμπαρασταθεί. Όλες τις μέρες που βρισκόμασταν μαζί πριν από τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, μου έλεγε ότι “ζούμε ιστορικές ημέρες”. Η Τετάρτη 14 Νοεμβρίου ήταν μια τέτοια αποφασιστική ημέρα.
Βγήκε μαζί με τον καθηγητή του ΕΜΠ, Νικόλαο Κουμούτσο και τον γενικό γραμματέα του ΕΜΠ στη γωνία της οδού Στουρνάρη, ύστερα από αίτημα του Χριστολουκά, του τότε διοικητή της Αστυνομίας, που του ζήτησε την άδεια να εισβάλει στο Πολυτεχνείο. Ο πατέρας μου αρνήθηκε και είπε ότι το πανεπιστημιακό άσυλο είναι ιερό.
Τότε ο Χριστολουκάς του ζήτησε να μπει μαζί του στο Πολυτεχνείο, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι συνέβαινε […]. Ο πατέρας μου δεν το δέχθηκε αυτό, γιατί φοβήθηκε ότι ήταν ένα τέχνασμα, για να προκληθούν επεισόδια, όταν οι φοιτητές θα έβλεπαν τους αστυνομικούς να μπαίνουν στο Πολυτεχνείο […]
Το απόγευμα [σ.σ.: της 18ης Νοεμβρίου], ο πατέρας μου δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον καθηγητή του ΕΜΠ, Σακελλαρίδη, που του είπε ότι τον ζητούσε ο γενικός διευθυντής της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής. Προβληματίστηκε έντονα, αλλά τελικά αποφάσισε ότι έπρεπε να παρουσιαστεί στην Αστυνομία […] Ανεβήκαμε τα σκαλιά και αντικρίσαμε μία πόρτα μισάνοιχτη, γεμάτη από πατημασιές αρβύλας. Φαινόταν καθαρά ότι είχαν ρίξει κλωτσιές, για να ανοίξει.
Προχώρησε ο πατέρας μου, έσπρωξε την πόρτα και τότε είδαμε ότι μας περίμεναν κάποιοι πανύψηλοι άνδρες που του είπαν: «Είμαστε από την Ασφάλεια! Συλλαμβάνεστε!». Μας υποχρέωσαν να μείνουμε καθισμένοι στο σαλόνι και να μην κάνουμε κανένα τηλεφώνημα. Τα παιδιά μου, που ήταν και μικρά σε ηλικία, πηγαινοερχόντουσαν πολύ ανήσυχα […]
Κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα και έρχονται άλλοι τέσσερις […] Αυτοί οι «τέσσερις» καινούργιοι πήραν τον πατέρα μου κι έφυγαν χωρίς να του πούνε πού πάνε, ενώ οι άλλοι δύο πήραν τον άνδρα μου. Μάλιστα ήθελαν να πάρουν κι εμένα, αλλά εγώ απορημένη τους λέω: «Πού θα αφήσω τα παιδιά;» […]
Τελικά, έμαθα από τον άνδρα μου, που γύρισε αργά το βράδυ πίσω, ότι τους οδήγησαν στα κρατητήρια της ΕΣΑ […] Σε όλη τη διάρκεια της κράτησής τους έμειναν όρθιοι, χωρίς να μπορούν να ακουμπήσουν σε κάποιον τοίχο. Ο πατέρας μου έμεινε τρεις μέρες κρατούμενος».
4. «Ανακάλυψα ότι ο άνθρωπος μπορεί να κοιμηθεί όρθιος» – Χρήστος Λάζος, φοιτητής της Νομικής και μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής
«Από τις αρχές του 1973, η δικτατορία άρχισε να σκληραίνει τη στάση της, με κομβικό σημείο το νόμο για τη διακοπή της αναβολής στράτευσης όσων φοιτητών «δεν ασχολούντο με τις σπουδές τους», όπως έλεγε η χουντική προπαγάνδα, αλλά με την πολιτική […]
Μετά την πρώτη και τη δεύτερη κατάληψη της Νομικής, το καθεστώς σκλήρυνε τη στάση του[…] Εγώ συνελήφθην το βράδυ της 7ης προς 8η Μαΐου. Το προηγούμενο διάστημα ήμουν σε μία κατάσταση ημιπαρανομίας […] Πέρασα ανακρίσεις σε δύο φάσεις. Μία γενική, επειδή δεν είχαν πληροφορίες, δεν είχαν φακέλους […] Προσπάθησαν, χωρίς εξειδικευμένες ερωτήσεις, να μας σπάσουν το ηθικό και να μας κάνουν να μιλήσουμε […]
Η δεύτερη ανάκριση στο ΕΑΤ-ΕΣΑ ήταν πραγματική κόλαση […] Γινόταν ύστερα από περίπου εξήντα ημέρες απομόνωσης. Δεν μου έδιναν βιβλία, τσιγάρα, γυαλιά μυωπίας, δεν μπορούσες να πλυθείς, να αλλάξεις ρούχα […] Όταν πήγαινες να ακουμπήσεις στον τοίχο τις ώρες που θεωρητικά δεν σε ανακρίνανε, σε άρχιζε ο σκοπός με το γκλομπ. Ε, κάποια στιγμή εκεί, μετά τις πρώτες 6-7 ημέρες, ανακάλυψα ότι ο άνθρωπος μπορεί να κοιμηθεί όρθιος, με ανοικτά τα μάτια, σαν να είναι ξύπνιος»
5. «Απλές γυναίκες του λαού να περνάνε μέσα από τις αδέσποτες σφαίρες» – Στέλιος Λογοθέτης, σπουδαστής στους χημικούς μηχανικούς, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής και στέλεχος της Αντι-ΕΦΕΕ
«Το Πολυτεχνείο ξεκίνησε αυθόρμητα, δεν ήταν προσχεδιασμένο από κανέναν. Επιβλήθηκε σαν κατάληψη, σαν απόφαση της στιγμής. Ήταν, όμως, ώριμος καρπός των φοιτητικών αγώνων που είχαν προηγηθεί […] Πιστεύω ότι, αν δεν κατέβαιναν τα παιδιά από τη Νομική, ενισχυμένα μάλιστα από τους φυσικομαθηματικούς, τους χημικούς και άλλους, δύσκολα από μόνοι μας θα φτάναμε στην κατάληψη και από το φόβο της αυτοαπομόνωσης και από το φόβο να μπει μέσα η αστυνομία […]
Παρακολουθούσαμε την έξω κίνηση, για να μην μας αιφνιδιάσει η αστυνομία, τοποθετούσαμε φρουρούς, αργότερα σβήναμε ακραία συνθήματα, όπως «Κάτω το κράτος», «σεξουαλική επανάσταση» και άλλα τέτοια ηχηρά, προκαλώντας την χλεύη των αναρχικών που μας γιουχάρανε «απαρχαιωμένους» […] Θυμάμαι εκείνο το απόβραδο της Παρασκευής [σ.σ.: 17 Νοεμβρίου] απλές γυναίκες του λαού να περνάνε, μέσα από τις αδέσποτες σφαίρες, με δύο τσάντες στα χέρια με τρόφιμα, να μας τις περνάνε από τα κάγκελα […]
Κάπου μέσα σ’ όλους και ο χαφιές, ο ασφαλίτης Μπίμπας, παριστάνει τον χειρουργό και δίνει εντολές […] Η εικόνα με έχει συγκλονίσει, ανατριχιάζω ακόμα. Έχω μετρήσει αρκετά πτώματα […] Ορμάμε προς τα Εξάρχεια. Στο βάθος της πλατείας μια μαύρη αμυδρή γραμμή. Και πάλι μπάτσοι, σε μια αραιά διάταξη, ορμάμε πάνω τους. Χαμός, χτυπάνε στα τυφλά. Σπάμε τον κλοιό και χανόμαστε στα στενά των Εξαρχείων. Πέφτουμε πάνω σε φαντάρους που ρίχνουνε στον αέρα. Γλιτώσαμε. Κοιμόμαστε σε ένα σπίτι τριάντα άτομα. Καλή τους η ώρα».
Οι μαρτυρίες προέρχονται από τα εξής δύο βιβλία:
- «Μαρτυρίες από τη δικτατορία και την αντίσταση», Στέλιος Κούλογλου (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2017)
- «Πολυτεχνείο ’73 – Ρεπορτάζ με την ιστορία (Τόμος Α’)», Γιώργος Γάτος (Εκδόσεις Φιλιππότη, 2004)
Κεντρική φωτογραφία: Από την είσοδο του τανκ στο πολυτεχνείο τον Νοέμβρη του 1973 (ΑΠΕ/SARRIS/ΣΑΡΡΗΚΩΣΤΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ)
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr