24 Σεπτεμβρίου 1960. Η αίθουσα του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης ήταν κατάμεστη και το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στα ύψη. Μεμονωμένα άτομα και οργανώσεις έδωσαν το “παρών” στη δίκη ενός από τα απεχθέστερα εγκλήματα στα ελληνικά χρονικά.
Στο εδώλιο κάθονταν τέσσερις άνδρες, ηλικίας 28, 29, 31 και 32 ετών. Κατηγορούνταν ότι, το Μάιο του 1960, απήγαγαν και βίασαν μια 20χρονη εργάτρια. Η κοπέλα ήταν ορφανή από πατέρα και αναγκάστηκε να δουλέψει, για να συντηρεί και να φροντίζει την άρρωστη μητέρα της.
Η κατάθεση της 20χρονης στο δικαστήριο ήταν “γροθιά στο στομάχι”. Με δάκρυα περιέγραψε όσα φρικτά βίωσε στα χέρια των βιαστών της, των “Τσέσμαν της Θεσσαλονίκης“, όπως χαρακτηρίστηκαν από τις εφημερίδες. Η 20χρονη συγκλόνισε απευθυνόμενη στους βιαστές της:
“Δεν έχετε Θεό. Είμαι φτωχή και ορφανή κοπέλα και, εάν θέλετε να με καταστρέψετε, θα ήταν καλύτερα να με σκοτώσετε“
Η ιστορία της νεαρής εργάτριας σόκαρε, έγινε πρώτη είδηση στον Τύπο και προκάλεσε γενικευμένη κοινωνική κατακραυγή. Συγχρόνως δημιούργησε ένα τεράστιο “κύμα” αλληλεγγύης και συμπαράστασης.
Τρεις από τους τέσσερις κατηγορούμενους κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν ως “βδελυροί βιασταί“. Η δικαιοσύνη αποδόθηκε, όμως τα σημάδια που οι βιαστές άφησαν στην ψυχή της 20χρονης δεν “έφυγαν” ποτέ.
Το λάθος λεωφορείο…
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η 20χρονη ξεκίνησε από ένα χωριό της Κατερίνης για να εργαστεί στη Θεσσαλονίκη. Είχε μείνει ορφανή από πατέρα και έπρεπε να βγει στη βιοπάλη, για να συντηρήσει την άρρωστη μητέρα της.
Το βράδυ της 16ης Μαΐου 1960, η 20χρονη εργάτρια έχασε το δρόμο που θα την έβγαζε στο σπίτι της. Αφού πέρασε το χρόνο της με το φίλο της, πήγε να πάρει το λεωφορείο.
Έκανε όμως το λάθος να πάρει αυτό για τη Νεάπολη αντί για εκείνο με προορισμό τις Συκιές, όπως κατέθεσε αργότερα στη δίκη.
Η νεαρή κοπέλα βρέθηκε έτσι μόνη, να αναζητά βοήθεια στα σκοτάδια. Ένας άγνωστος προσπάθησε να την αποπλανήσει, αλλά η 20χρονη το έβαλε στα πόδια.
…και η κούρσα που εξελίχθηκε σε εφιάλτη
Μετά από λίγο, ένα αυτοκίνητο με τέσσερις άνδρες επιβάτες πλησίασε την 20χρονη. Εκείνοι της είπαν ότι θα την πήγαιναν στο σπίτι της και η κοπέλα μπήκε στο αυτοκίνητο. Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησε ότι οι σκοποί των τεσσάρων ανδρών δεν ήταν αγαθοί.
Την οδήγησαν σε μια ερημική τοποθεσία, λίγα μέτρα έξω από το συνοικισμό της Νεάπολης. Οι τρεις από τους τέσσερις άνδρες άρχισαν να τη φιλούν και να τη χαϊδεύουν σε επίμαχα σημεία. Ήταν επίσης υπό την επήρεια αλκοόλ, καθώς νωρίτερα είχαν πάει σε μια ταβέρνα και είχαν πιει πάνω από 2 κιλά ρετσίνα.
Όταν η 20χρονη προέβαλε αντίσταση, την χτύπησαν στο κεφάλι και άλλα μέρη του σώματος, την απείλησαν με όπλο και προσπάθησαν να τη βιάσουν.
Ο ένας το κατάφερε, αφού την απομόνωσε στο αυτοκίνητο, ενώ ο τέταρτος άνδρας παρακολουθούσε τη σκηνή του βιασμού. Όπως προέκυψε από την προανάκριση:
“Μετά ταύτα και μέχρι της 2ας πρωινής υπεχρέωσαν την νέαν και εις άλλας ακατανομάστους πράξεις“
Κανένας από τους τρεις άνδρες δεν λύγισε από τα κλάματα και τα λόγια της 20χρονης. Όπως κατέθεσε η τελευταία και ο αμέτοχος τέταρτος κατηγορούμενος, της έδωσαν από οίκτο μερικές δραχμές και εκείνη τους τις “πέταξε στα μούτρα”.
Αργότερα, την εγκατέλειψαν στις Συκιές, σε ένα σημείο που δεν ήταν μακριά από το αστυνομικό τμήμα. Παρότι βαριά τραυματισμένη και ψυχικά κλονισμένη, η νεαρή εργάτρια μπόρεσε να συγκρατήσει τόσο τα χαρακτηριστικά των βιαστών της όσο και τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος, βοηθώντας έτσι την Αστυνομία να τους συλλάβει γρηγορότερα.
Στους τρεις από τους τέσσερις άνδρες ασκήθηκε ποινική δίωξη για απαγωγή, βιασμό, απόπειρα βιασμού και πρόκληση σωματικών βλαβών. Σε έναν εξ αυτών αποδόθηκε επίσης η κατηγορία της παράνομης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας. Ο τέταρτος εμπλεκόμενος παραπέμφθηκε με την κατηγορία της συνέργειας στο βιασμό.
Οι προσπάθειες “εξαγοράς”
Σύμφωνα με πληροφορίες, η 20χρονη δέχθηκε πιέσεις να αποσύρει τη μήνυσή της από ανθρώπους του περιβάλλοντος των βιαστών. Μάλιστα προσπάθησαν να έρθουν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό, προσφέροντάς της χρήματα.
Ωστόσο, εκείνη παρέμεινε αταλάντευτη στην απόφασή της να οδηγήσει σε δίκη τους ανθρώπους που την κακοποίησαν. Συμπαραστάτη στον αγώνα της για δικαιοσύνη είχε καθηγητές πανεπιστημίου, οι οποίοι πραγματοποίησαν έρανο οικονομικής ενίσχυσής της.
Η κατακραυγή και η αλληλεγγύη
Με το που έγινε γνωστή η είδηση της απαγωγής και του βιασμού της 20χρονης εργάτριας από τη Θεσσαλονίκη, ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων. Κατά την έξοδό τους από τον εισαγγελέα, οι τέσσερις άνδρες αποδοκιμάστηκαν έντονα.
“Τέτοιου είδους άνθρωποι θέλουν κρέμασμα!“, φώναζαν αγανακτισμένα οι συγκεντρωμένοι, ενώ άλλοι κραύγαζαν “Θάνατος στους Τσέσμαν!“.
Διάφορες κοινωνικές ομάδες εξέφρασαν τη στήριξή τους στο θύμα. “Από παντού αποστέλλονται μηνύματα συμπαθείας προς το τραγικόν θύμα των κτηνανθρώπων. Το ίδρυμα προστασίας κοριτσιού της Θεσσαλονίκης ανέλαβε την παροχήν στέγης και τροφής εις την ατυχήν νέαν“, έγραψε ο Τύπος της εποχής.
Εκπρόσωποι των γυναικείων οργανώσεων της Θεσσαλονίκης εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την γρήγορη και παραδειγματική τιμωρία των δραστών και καλούσαν τον Υπουργό Βορείου Ελλάδος να μεριμνήσει ώστε το θύμα να εξασφαλίσει μόνιμη εργασία.
Η δίκη που συγκλόνισε την Ελλάδα
Η υπόθεση της απαγωγής και του βιασμού της 20χρονης εργάτριας επρόκειτο να εκδικαστεί τον Αύγουστο του 1960. Ωστόσο, αναβλήθηκε για τις 24 Σεπτεμβρίου.
“Η κοινή γνώμη αδημονεί να μάθη τις λεπτομέρειες της υποθέσεως που συνεκίνησε το πανελλήνιον“, έγραψε η εφημερίδα “Τα Νέα” μία ημέρα πριν από την έναρξη της δίκης.
Πλήθος κόσμου συνέρρευσε στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, για να ακούσει το κατηγορώ του θύματος και να συμπαρασταθεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι το δάπεδο της αίθουσας έτριζε από την πολυκοσμία, και ο πρόεδρος ζήτησε να υπάρξει αποσυμφόρηση.
Οι εντάσεις και οι λεκτικοί διαξιφισμοί μεταξύ των συνηγόρων πολιτικής αγωγής και των συνηγόρων υπεράσπισης ήταν συχνοί καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης.
Το μεταξύ τους “μπρα ντε φερ” ήταν διαρκές και έντονο και ένα σημαντικό μέρος της δίκης περιστράφηκε γύρω από δύο ζητήματα: κατά πόσο τα σημάδια στο σώμα της 20χρονης ήταν αποδεικτικά στοιχεία βιασμού και αν διακορεύτηκε ή όχι από τους βιαστές.
Όπως και η ίδια η 20χρονη, έτσι και ο φίλος της κατέθεσε ότι δεν είχε προχωρήσει σε ερωτική επαφή μαζί της. Χαρακτήρισε την κοπέλα ως “το καλλίτερο και ηθικώτερο κορίτσι που υπάρχει” και είπε πως σκόπευε να την παντρευτεί. “Είναι ζήτημα αν βρω εγώ δεύτερη σαν αυτήν“, συμπλήρωσε.
Οι ιατροδικαστές αποφάνθηκαν ότι το σώμα της 20χρονης έφερε σημάδια βιασμού και είπαν πως αντίκρισαν ένα άτομο που ήταν “ράκος“.
Από την πλευρά του, ο ιατροδικαστής που εκπροσώπησε την πλευρά των κατηγορουμένων υποστήριξε ότι η γρατζουνιά στο χέρι της νεαρής εργάτριας και οι μελανιές στο στήθος της “ήσαν κοινά σημάδια που αφήνουν, τις περισσότερες φορές, στις κοπέλλες οι ερωτικές περιπτύξεις“.
Ψυχίατροι που κλήθηκαν να εξετάσουν το θύμα κατέθεσαν ότι, τέσσερις μήνες μετά την κακοποίηση που υπέστη, παρουσίαζε αγχώδη διαταραχή και τάση για αυτοκτονία.
“Μόνον με την εμφάνισίν της η ατυχής νέα δύναται να αποκρούση τους ισχυρισμούς των βασανιστών της“, έγραψαν από την πλευρά τους οι δημοσιογράφοι.
“Νόμιζα πως είχα να κάνω με δράκους”
Στην κατάθεσή της, η 20χρονη “άγγιξε” τόσο τους δικαστές όσο και τους παρευρισκόμενους. Με λυγμούς, αναφιλητά και τρέμουλο προσπάθησε να περιγράψει όλα όσα έζησε.
Όπως είπε στον πρόεδρο του δικαστηρίου, “ντρέπομαι να σας πω αυτά που έγιναν εκείνο το βράδυ […] Τους παρακάλεσα να με σκοτώσουν, αλλά κανένας τους δεν είχε Θεό μέσα του“.
Κατά την απολογία της, η 20χρονη είπε μεταξύ άλλων:
“Μπήκα στο αυτοκίνητο χωρίς φόβο, γιατί τίποτε στην εμφάνισιν των ανθρώπων αυτών δεν έδειχνε ποιοι ήταν […] Άρχισα να καταλαβαίνω ότι έπεσα στα χέρια παληανθρώπων και με δάκρυα τους παρακάλεσα να με λυπηθούν. Τους έλεγα “Δεν είμαι πρόστυχη. Είμαι μια φτωχιά ορφανή κοπέλλα που συντηρώ τη μητέρα μου […]
Ο Μ. τότε, αντί να με λυπηθή, άρχισε να με χτυπάη με τις γροθιές του στο κεφάλι, ώσπου με ζάλισε, Ύστερα με κατέβασε απ’ τ’ αυτοκίνητο και με ωδήγησε σε ένα βουναλάκι. Μ’ έριξε κάτω και σαν κτήνος θέλησε να με βιάση. Εγώ δεν τον άφηνα. Αυτός με χτυπούσε άγρια στο στήθος […]
Αυτός βλέποντας ότι δεν μπορεί να με βιάση, αφού με ξαναχτύπησε στο στήθος, έβγαλε το όργανόν του και το έφερε στα χείλη μου. Θεέ μου, είναι φρικτό, κύριε πρόεδρε […]
Κόντευα να τρελαθώ. Η αηδία με έπνιγε. Έλεγα ότι θα πεθάνω. Έμεινα 10 ημέρες στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι ακριβώς μου είχε συμβή. Μετά άρχισα να αναλογίζωμαι το κακό που έπαθα. Είμαι ένα ζωντανό πτώμα […]“.
Ο Β. δεν με λυπήθηκε στο αυτοκίνητο. Ημιαναίσθητη κατάλαβα ότι έπεσε πάνω μου και με βίασε. Ήταν η φρικτώτερη στιγμή της ζωής μου […]
Νόμιζα πως είχα να κάνω με δράκους και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να με σκοτώσουν“.
Η αντιπαράθεση για τα δάκρυα και η θέση των βιαστών
Οι μόνοι που δεν έδειξαν να συγκινούνται από την σπαρακτική κατάθεση της 20χρονης εργάτριας ήταν οι συνήγοροι υπεράσπισης.
Ένας εξ αυτών είπε απευθυνόμενος στον πρόεδρο: “Μα δεν καταλαβαίνουμε τίποτε, κύριε πρόεδρε, με τους λυγμούς της δεσποινίδος. Τόσην ώραν κλαίει και δεν βλέπουμε ούτε ένα δάκρυ“.
Τότε παρενέβη ο εισαγγελέας και απάντησε: “Τι θέλατε, κύριε συνήγορε, να γελάη; Στιγμάς φρίκης, τας οποίας έζησεν η ίδια μάς αφηγείται”
Από τη μεριά τους, οι τρεις από τους τέσσερις κατηγορούμενους εμφανίστηκαν καλοντυμένοι πλην όμως ανήσυχοι στο δικαστήριο, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ. Ακόμη κι έτσι, πάντως, παρουσιάστηκαν αμετανόητοι.
Διατείνονταν πως η 20χρονη όχι μόνο δεν προέβαλλε αντίσταση, αλλά παραδόθηκε εκούσια στις διαθέσεις τους. Μάλιστα, ένας εκ των τριών ισχυρίστηκε πως το θύμα τους ζήτησε να πάρουν προφυλάξεις, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να μείνει έγκυος.
Ο τέταρτος κατηγορούμενος διαχώρισε τη θέση του. Υποστήριξε ότι δέχθηκε πόλεμο από τους τρεις φίλους του και δεν επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς τους περί συναίνεσης του θύματος.
Η κατάθεσή του ταίριαζε σχεδόν σε όλα τα σημεία με εκείνη της 20χρονης εργάτριας, αλλά, όπως ισχυρίστηκε η τελευταία, δεν προσπάθησε αρκετά για να τους αποτρέψει ούτε κάλεσε την αστυνομία.
Η πρόταση του εισαγγελέα και η ετυμηγορία
Η πλειοψηφία των καταθέσεων ήταν επιβαρυντικές για τους τρεις από τους τέσσερις άνδρες. Ένας από τους μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσε ότι ο ένας κατηγορούμενος διέθετε μια γκαρσονιέρα με δύο μεγαλόσωμα σκυλιά, με τα οποία απειλούσε όσες κοπέλες δεν υπέκυπταν στις αρρωστημένες ορέξεις του.
Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελέας πρότεινε την καταδίκη τους άνευ ελαφρυντικών και την αθώωση του τέταρτου κατηγορουμένου, τον οποίο χαρακτήρισε “άνθρωπο μειωμένης πνευματικής αντιλήψεως“.
Χαρακτήρισε τους τρεις κατηγορούμενους “επικίνδυνους κακοποιούς χωρίς ηθικόν έρεισμα και αντικοινωνικά στοιχεία” που “δεν ανελογίσθησαν τι κακό επροξένησαν εις ένα κορίτσι είκοσι ετών“. “Για μια στιγμή ικανοποιήσεως κατέστρεψαν την προσωπικότητας μιας κόρης. Αυτό είναι το μεγαλύτερο έγκλημα“, συμπλήρωσε ο εισαγγελέας.
Μετά από τέσσερις ημέρες δίκης, οι ένορκοι αποφάσισαν να κηρύξουν ενόχους τους τρεις εκ των κατηγορουμένων και να αθωώσουν τον τέταρτο που δεν μετείχε στην πράξη του βιασμού.
Ο ένας καταδικάστηκε σε 11 χρόνια κάθειρξη, ο δεύτερος σε 9 έτη και 3 μήνες και ο τρίτος σε 3 έτη και 8 μήνες φυλακή.
Ακόμη, σε όλους ανεξαιρέτως επιβλήθηκε πενταετής στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Πλήθος κόσμου προπηλάκισε τους καταδικασθέντες, όταν αυτοί εξήλθαν από τη δικαστική αίθουσα, για να μεταφερθούν στη φυλακή. Ακόμη και μέσα από το κελί υποστήριζαν ότι “κρίθηκαν αυστηρά” και “τους έκαψε ο Τύπος“.
Επιπλέον, το δικαστήριο επεδίκασε στο θύμα χρηματική αποζημίωση 75.000 δραχμών για ψυχική οδύνη. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, η 20χρονη θα μεταφερόταν στην Αθήνα προκειμένου να εγκατασταθεί και να εργαστεί στο Εθνικό Βασιλικό Ίδρυμα.
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: εφημερίδα “Μακεδονία”
Ειδήσεις σήμερα:
- Κατά 42% αυξημένες οι φωτιές το 2024. Τι κατέγραψε η ετήσια έκθεση των ΜΕΤΕΟ και WWF Ελλάς
- Δύο ορφανές τίγρεις της Σιβηρίας επανενώθηκαν μετά από ταξίδι 200 χλμ. στα ρωσικά δάση. Η ιστορία του Μπόρις και της Σβετλάγια
- Μαθητής Γυμνασίου στη Λάρισα πήγε στο σχολείο με πιστόλι. Συνελήφθη μαζί με τον πατέρα του στον οποίο ανήκει
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr